σάρι: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(6_22)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σάρι''': τό, πληθ. σάρια, Αἰγυπτιακόν τι παρυδάτιον [[φυτόν]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 5, Ἡσύχ.
|lstext='''σάρι''': τό, πληθ. σάρια, Αἰγυπτιακόν τι παρυδάτιον [[φυτόν]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 5, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />[[είδος]] φυτού στην Αίγυπτο που αναπτυσσόταν σε υγρούς τόπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[σίσαρον]]].
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάρι Medium diacritics: σάρι Low diacritics: σάρι Capitals: ΣΑΡΙ
Transliteration A: sári Transliteration B: sari Transliteration C: sari Beta Code: sa/ri

English (LSJ)

τό, pl. σάρια, an Egyptian water-plant,

   A Cyperus auricomus, Thphr.HP4.8.5: called saripha in Plin.HN13.128.

German (Pape)

[Seite 862] τό, plur. σάρια, eine ägyptische Wasserpflanze; Theophr.; Plin. H. N. 13, 23; bei Hesych. σάριν, σάρον.

Greek (Liddell-Scott)

σάρι: τό, πληθ. σάρια, Αἰγυπτιακόν τι παρυδάτιον φυτόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 5, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
είδος φυτού στην Αίγυπτο που αναπτυσσόταν σε υγρούς τόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. σίσαρον].