σαρκόφυλλος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
(6_18)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σαρκόφυλλος''': -ον, ὁ ἔχων σαρκώδη φύλλα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 4., 4. 6, 7.
|lstext='''σαρκόφυλλος''': -ον, ὁ ἔχων σαρκώδη φύλλα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 4., 4. 6, 7.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σαρκόφυλλος]], -ον, ΝΑ<br />(για φυτά) αυτός που έχει σαρκώδη φύλλα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[σαρκόφυλλος]]<br /><b>βοτ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] του φυτού [[ασπάλαθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύλλον]]), <b>πρβλ.</b> <i>τριχό</i>-<i>φυλλος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκόφυλλος Medium diacritics: σαρκόφυλλος Low diacritics: σαρκόφυλλος Capitals: ΣΑΡΚΟΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: sarkóphyllos Transliteration B: sarkophyllos Transliteration C: sarkofyllos Beta Code: sarko/fullos

English (LSJ)

ον,

   A with fleshy leaves, Thphr.HP1.10.4, 4.6.7.

German (Pape)

[Seite 863] mit fleischigen Blättern, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκόφυλλος: -ον, ὁ ἔχων σαρκώδη φύλλα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 4., 4. 6, 7.

Greek Monolingual

-η, -ο / σαρκόφυλλος, -ον, ΝΑ
(για φυτά) αυτός που έχει σαρκώδη φύλλα
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο σαρκόφυλλος
βοτ. άλλη ονομασία του φυτού ασπάλαθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. τριχό-φυλλος].