σάρωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
(6_21)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σάρωμα''': τό, (σᾰρόω) «σκουπίδι», Α. Β. 434, Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 453, Σουΐδ.
|lstext='''σάρωμα''': τό, (σᾰρόω) «σκουπίδι», Α. Β. 434, Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 453, Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [<i>σαρῶ</i>(-<i>ώνω</i>)]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σαρώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκούπα]], [[σάρωθρο]]<br /><b>2.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] πολλών [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκουπίδι]].
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάρωμα Medium diacritics: σάρωμα Low diacritics: σάρωμα Capitals: ΣΑΡΩΜΑ
Transliteration A: sárōma Transliteration B: sarōma Transliteration C: saroma Beta Code: sa/rwma

English (LSJ)

[ᾰρ], ατος, τό, (σαρόω)

   A sweepings, AB434, An.Ox.2.453, Suid.

German (Pape)

[Seite 864] τό, Kehricht, B. A. 434, 1.

Greek (Liddell-Scott)

σάρωμα: τό, (σᾰρόω) «σκουπίδι», Α. Β. 434, Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 453, Σουΐδ.

Greek Monolingual

το, ΝΑ [σαρῶ(-ώνω)]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σαρώνω
νεοελλ.
1. σκούπα, σάρωθρο
2. κοινή ονομασία πολλών φυτών
αρχ.
σκουπίδι.