σαρμός: Difference between revisions

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
(6_15)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σαρμός''': ὁ, κατὰ τὸν Ἡσύχ., σωρὸς χώματος ἢ ἄμμου, κτλ.· [[ὅθεν]] σαρμεύω ἐν Ἡρακλεωτ. Πίν. (Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 136) ἑρμηνεύεται ὡς σημαῖνον: [[ἀνασκάπτω]] ἄμμον.
|lstext='''σαρμός''': ὁ, κατὰ τὸν Ἡσύχ., σωρὸς χώματος ἢ ἄμμου, κτλ.· [[ὅθεν]] σαρμεύω ἐν Ἡρακλεωτ. Πίν. (Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 136) ἑρμηνεύεται ὡς σημαῖνον: [[ἀνασκάπτω]] ἄμμον.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[σαίρω]] (ΙΙ)]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σωρὸς γῆς καὶ [[κάλλυσμα]], ἄλλοι ψάμον, ἄλλοι [[χόρτον]]».
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρμός Medium diacritics: σαρμός Low diacritics: σαρμός Capitals: ΣΑΡΜΟΣ
Transliteration A: sarmós Transliteration B: sarmos Transliteration C: sarmos Beta Code: sarmo/s

English (LSJ)

ὁ,= σωρὸς γῆς, καὶ κάλλυσμα, ἄλλοι ψάμμον, ἄλλοι χόρτον, Hsch.

German (Pape)

[Seite 863] ὁ, das Zusammengefegte, Kehricht, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σαρμός: ὁ, κατὰ τὸν Ἡσύχ., σωρὸς χώματος ἢ ἄμμου, κτλ.· ὅθεν σαρμεύω ἐν Ἡρακλεωτ. Πίν. (Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 136) ἑρμηνεύεται ὡς σημαῖνον: ἀνασκάπτω ἄμμον.

Greek Monolingual

ὁ, Α σαίρω (ΙΙ)]
(κατά τον Ησύχ.) «σωρὸς γῆς καὶ κάλλυσμα, ἄλλοι ψάμον, ἄλλοι χόρτον».