σεμνοπρεπής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source
(6_7)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σεμνοπρεπής''': -ές, ὁ ἔχων σοβαρὸν ἐξωτερικόν, [[μεγαλοπρεπής]], Δίων Κ. 42. 34· τὸ σεμνοπρεπὲς = [[σεμνοπρέπεια]], ὁ αὐτ. 68. 31. - Ἐπίρρ. -πῶς, Ἡρῳδιαν. 2. 10.
|lstext='''σεμνοπρεπής''': -ές, ὁ ἔχων σοβαρὸν ἐξωτερικόν, [[μεγαλοπρεπής]], Δίων Κ. 42. 34· τὸ σεμνοπρεπὲς = [[σεμνοπρέπεια]], ὁ αὐτ. 68. 31. - Ἐπίρρ. -πῶς, Ἡρῳδιαν. 2. 10.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ, και [[σεμνόπρεπος]], -η, -ο, Ν<br />ο [[σεμνός]] και [[σοβαρός]] στους τρόπους του, στη [[συμπεριφορά]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σεμνοπρεπές</i><br />η [[σεμνοπρέπεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σεμνοπρεπώς</i> / <i>σεμνοπρεπῶς</i> ΝΜΑ<br />με [[ευπρέπεια]], με [[σοβαρότητα]] («[[μέχρι]] Μάρκου σεμνοπρεπῶς διοικουμένη [[σεβάσμιος]] ἐφαίνετο», <b>Ηρωδιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σεμνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> / -<i>πρεπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αξιο</i>-<i>πρεπής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεμνοπρεπής Medium diacritics: σεμνοπρεπής Low diacritics: σεμνοπρεπής Capitals: ΣΕΜΝΟΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: semnoprepḗs Transliteration B: semnoprepēs Transliteration C: semnoprepis Beta Code: semnopreph/s

English (LSJ)

ές,

   A solemn-looking, dignified, D.C.42.34, D.L.8.11 (both Sup.); τὸ σ.,= σεμνοπρέπεια, D.C.68.31. Adv. -πῶς Hdn.2.10.3.

German (Pape)

[Seite 871] ές, von würdigem, vornehmem Anstande, von Würde, Anstand im Aeußern, gravitätisch, anständig, geziemend, Sp., wie D. C. 42, 34 Hdn. 2, 10, 4.

Greek (Liddell-Scott)

σεμνοπρεπής: -ές, ὁ ἔχων σοβαρὸν ἐξωτερικόν, μεγαλοπρεπής, Δίων Κ. 42. 34· τὸ σεμνοπρεπὲς = σεμνοπρέπεια, ὁ αὐτ. 68. 31. - Ἐπίρρ. -πῶς, Ἡρῳδιαν. 2. 10.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ, και σεμνόπρεπος, -η, -ο, Ν
ο σεμνός και σοβαρός στους τρόπους του, στη συμπεριφορά του
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ σεμνοπρεπές
η σεμνοπρέπεια.
επίρρ...
σεμνοπρεπώς / σεμνοπρεπῶς ΝΜΑ
με ευπρέπεια, με σοβαρότηταμέχρι Μάρκου σεμνοπρεπῶς διοικουμένη σεβάσμιος ἐφαίνετο», Ηρωδιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + -πρεπής / -πρεπος (< πρέπω), πρβλ. αξιο-πρεπής].