σεπτικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur
(6_11) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σεπτικός''': -ή, -όν, ὁ εἰς σεβασμὸν ἀνήκων, δηλῶν [[σέβας]] ἐπὶ λέξεων, Ἡσύχ. Σουΐδ. | |lstext='''σεπτικός''': -ή, -όν, ὁ εἰς σεβασμὸν ἀνήκων, δηλῶν [[σέβας]] ἐπὶ λέξεων, Ἡσύχ. Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σεπτός]]<br />(για [[λέξη]]) αυτός που δηλώνει σεβασμό, [[εκτίμηση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A reverential, of words, Id. s.v. ἠθεῖος, Suid. s.v. πάππα.
German (Pape)
[Seite 872] zur Verehrung gehörig, verehrend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σεπτικός: -ή, -όν, ὁ εἰς σεβασμὸν ἀνήκων, δηλῶν σέβας ἐπὶ λέξεων, Ἡσύχ. Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σεπτός
(για λέξη) αυτός που δηλώνει σεβασμό, εκτίμηση.