σιδηροκμής: Difference between revisions

From LSJ

γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon

Menander, Monostichoi, 205
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆτος (ὁ, ἡ)<br />tué par le fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[κάμνω]].
|btext=ῆτος (ὁ, ἡ)<br />tué par le fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[κάμνω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ῆτος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που φονεύθηκε με σίδηρο, [[δηλαδή]] με [[ξίφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κμής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάμνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>δουρι</i>-<i>κμής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροκμής Medium diacritics: σιδηροκμής Low diacritics: σιδηροκμής Capitals: ΣΙΔΗΡΟΚΜΗΣ
Transliteration A: sidērokmḗs Transliteration B: sidērokmēs Transliteration C: sidirokmis Beta Code: sidhrokmh/s

English (LSJ)

ῆτος, ὁ, ἡ, (κάμνω)

   A slain by iron, i.e. by the sword, used with neut. dat. βοτοῖς, S.Aj.325; cf. ἀνδροκμής.

German (Pape)

[Seite 879] ῆτος, von, mit Eisen bearbeitet; – mit Eisen, durchs Schwert getödtet, βροτοί, Soph. Ai. 318.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροκμής: ῆτος, ὁ, ἡ, (κάμνω) ὁ σφαγεὶς διὰ σιδήρου, δηλ. διὰ τοῦ ξίφους, εὕρηται δὲ μετὰ δοτ. πληθ. οὐδετ. βοτοῖς, Σοφ. Αἴ. 325· πρβλ. ἀνδροκμής.

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ὁ, ἡ)
tué par le fer.
Étymologie: σίδηρος, κάμνω.

Greek Monolingual

-ῆτος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που φονεύθηκε με σίδηρο, δηλαδή με ξίφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -κμής (< κάμνω), πρβλ. δουρι-κμής].