σίξις: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → it's better to keep silence than to speak without reason (Menander)

Source
(6_8)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σίξις''': -εως, ἡ, ([[σίζω]]) ὁ συριστικὸς [[ἦχος]] ὃν παράγει θερμὸν [[μέταλλον]] ἐμβαπτόμενον εἰς τὸ [[ὕδωρ]], Ἀριστ. Μετεωρ. 2, 9, 16.
|lstext='''σίξις''': -εως, ἡ, ([[σίζω]]) ὁ συριστικὸς [[ἦχος]] ὃν παράγει θερμὸν [[μέταλλον]] ἐμβαπτόμενον εἰς τὸ [[ὕδωρ]], Ἀριστ. Μετεωρ. 2, 9, 16.
}}
{{grml
|mltxt=-εως, ἡ, Α [[σίζω]]<br />ο [[συριστικός]] [[ήχος]] που βγάζει καυτό [[μέταλλο]] όταν τοποθετηθεί στο [[νερό]].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίξις Medium diacritics: σίξις Low diacritics: σίξις Capitals: ΣΙΞΙΣ
Transliteration A: síxis Transliteration B: sixis Transliteration C: siksis Beta Code: si/cis

English (LSJ)

εως, ἡ, (σίζω)

   A hissing, such as is made by plunging hot metal in water, Arist.Mete.369b17.

Greek (Liddell-Scott)

σίξις: -εως, ἡ, (σίζω) ὁ συριστικὸς ἦχος ὃν παράγει θερμὸν μέταλλον ἐμβαπτόμενον εἰς τὸ ὕδωρ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2, 9, 16.

Greek Monolingual

-εως, ἡ, Α σίζω
ο συριστικός ήχος που βγάζει καυτό μέταλλο όταν τοποθετηθεί στο νερό.