σίττη: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(6_11) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σίττη''': ἡ, πτηνόν τι, Sitta Europaea, (Ἱππῶναξ) παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 704, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 21., 9. 17, 1, Καλλ. Ἀποσπ. 173˙ - ὁ Ἡσύχ. [[ὡσαύτως]] ἔχει σίττος, ὁ, [[εἶδος]] γλαυκὸς ἢ ἱέρακος. | |lstext='''σίττη''': ἡ, πτηνόν τι, Sitta Europaea, (Ἱππῶναξ) παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 704, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 21., 9. 17, 1, Καλλ. Ἀποσπ. 173˙ - ὁ Ἡσύχ. [[ὡσαύτως]] ἔχει σίττος, ὁ, [[εἶδος]] γλαυκὸς ἢ ἱέρακος. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ<br />το [[πτηνό]] [[σίττα]] (II).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προέρχεται από [[ονοματοποιία]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A nuthatch, Sitta europaea, Arist.HA609b11, 616b22, Call. Fr.173, Sch.Ar.Av.705; αἰσίῳ σίττῃ Call.Iamb.1.121, cf. Lyr.Adesp. 27: also σίττος, ὁ, variously identified, Hsch.
German (Pape)
[Seite 886] ἡ, eine Art Specht od. Baumkletterer, lat. sitta; Arist. H. A. 9, 16; Callim. frg. 173.
Greek (Liddell-Scott)
σίττη: ἡ, πτηνόν τι, Sitta Europaea, (Ἱππῶναξ) παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 704, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 21., 9. 17, 1, Καλλ. Ἀποσπ. 173˙ - ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως ἔχει σίττος, ὁ, εἶδος γλαυκὸς ἢ ἱέρακος.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
το πτηνό σίττα (II).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται από ονοματοποιία].