σκάνδιξ: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ικος (ὁ) :<br />cerfeuil, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
|btext=ικος (ὁ) :<br />cerfeuil, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
}}
{{grml
|mltxt=και [[σκάνδυξ]], ο / [[σκάνδιξ]], -ικος και [[σκάνδυξ]], -υκος, ἡ, ΝΑ<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σκιαδανθή]] της τάξης [[σκιαδοφόρα]], με 12 [[περίπου]] γένη, από τα οποία 4 [[είναι]] αυτοφυή στην [[Ελλάδα]] κν. γνωστά [[σήμερα]] ως σκαντζίκια, καυκαλήθρες ή μυρώνια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ιξ</i>, που απαντά και σε άλλα ον. [[φυτών]], <b>πρβλ.</b> <i>ῥάδ</i>-<i>ιξ</i>, <i>σπάδ</i>-<i>ιξ</i>].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκάνδιξ Medium diacritics: σκάνδιξ Low diacritics: σκάνδιξ Capitals: ΣΚΑΝΔΙΞ
Transliteration A: skándix Transliteration B: skandix Transliteration C: skandiks Beta Code: ska/ndic

English (LSJ)

ῑκος, ἡ (Sch.Ar., v. infr.),

   A wild chervil, Scandis Pecten-Veneris, Ar.Ach.478, And.Fr.4, Thphr.HP7.7.1, 7.8.1, Dsc.2.138.

German (Pape)

[Seite 889] ικος, ὁ, Kerbel, lat. scandix; Ar. Ach. 454; Theophr.; Luc. Lex. 2 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

σκάνδιξ: -ῑκος, ἡ, (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.), εἶδος λαχάνου (τὸ Chaerophyllum), ὅπερ ἐτρώγετο παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 478, Ἀνδοκ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 8, 1 πρβλ. σκανδικοπώλης, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ικος (ὁ) :
cerfeuil, plante.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Greek Monolingual

και σκάνδυξ, ο / σκάνδιξ, -ικος και σκάνδυξ, -υκος, ἡ, ΝΑ
βοτ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σκιαδανθή της τάξης σκιαδοφόρα, με 12 περίπου γένη, από τα οποία 4 είναι αυτοφυή στην Ελλάδα κν. γνωστά σήμερα ως σκαντζίκια, καυκαλήθρες ή μυρώνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -ιξ, που απαντά και σε άλλα ον. φυτών, πρβλ. ῥάδ-ιξ, σπάδ-ιξ].