σκᾶπτον: Difference between revisions

From LSJ
(SL_2)
(37)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>σκᾱπτον</b> (-ῳ, -ον.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[staff]] σκάπτῳ θενὼν σκληρᾶς ἐλαίας ἔκτανεν Λικύμνιον (O. 7.28) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[sceptre]] ([[Ἱέρων]]) θεμιστεῖον ὃς ἀμφέπει [[σκᾶπτον]] (]τρον Π.) (O. 1.12) Ὀρτυγίας· τὰν [[Ἱέρων]] καθαρῷ σκάπτῳ διέπων (O. 6.93) εὕδει δ' ἀνὰ σκάπτῳ Διὸς [[αἰετός]] (P. 1.6) “καὶ [[σκᾶπτον]] μόναρχον καὶ [[θρόνος]]” (P. 4.152) [[Ἑστία]], εὖ μὲν Ἀρισταγόραν [[δέξαι]] τεὸν ἐς [[θάλαμον]], εὖ δ' ἑταίρους ἀγλαῷ σκάπτῳ [[πέλας]] (N. 11.4) καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Δ. 2. . [[δέξαι]] τεὸν ἐς [[θάλαμον]], εὖ δ' ἑταίρους ἀγλαῷ σκάπτῳ [[πέλας]] (N. 11.4) καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Δ. 2. 7.
|sltr=<b>σκᾱπτον</b> (-ῳ, -ον.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[staff]] σκάπτῳ θενὼν σκληρᾶς ἐλαίας ἔκτανεν Λικύμνιον (O. 7.28) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[sceptre]] ([[Ἱέρων]]) θεμιστεῖον ὃς ἀμφέπει [[σκᾶπτον]] (]τρον Π.) (O. 1.12) Ὀρτυγίας· τὰν [[Ἱέρων]] καθαρῷ σκάπτῳ διέπων (O. 6.93) εὕδει δ' ἀνὰ σκάπτῳ Διὸς [[αἰετός]] (P. 1.6) “καὶ [[σκᾶπτον]] μόναρχον καὶ [[θρόνος]]” (P. 4.152) [[Ἑστία]], εὖ μὲν Ἀρισταγόραν [[δέξαι]] τεὸν ἐς [[θάλαμον]], εὖ δ' ἑταίρους ἀγλαῷ σκάπτῳ [[πέλας]] (N. 11.4) καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Δ. 2. . [[δέξαι]] τεὸν ἐς [[θάλαμον]], εὖ δ' ἑταίρους ἀγλαῷ σκάπτῳ [[πέλας]] (N. 11.4) καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Δ. 2. 7.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />(δωρ. τ. του αμάρτυρου [[σκῆπτον]]) το [[σκήπτρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκᾱπ</i>- / <i>σκηπ</i>- του [[σκήπτω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τον</i>].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾶπτον Medium diacritics: σκᾶπτον Low diacritics: σκάπτον Capitals: ΣΚΑΠΤΟΝ
Transliteration A: skâpton Transliteration B: skapton Transliteration C: skapton Beta Code: ska=pton

English (LSJ)

τό, Dor. for σκῆπτρον.

German (Pape)

[Seite 889] τό, dor. = σκῆπτρον; Pind. θεμιστεῖον ἀμφέπει σκᾶπτον, Ol. 1, 12; μόναρχον, P. 4, 152, u. oft. Man hat es mit dem deutschen »Schaft« verglichen.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾶπτον: τό, Δωρ. ἀντὶ σκῆπτρον.

French (Bailly abrégé)

dor. c. σκῆπτρον.

English (Slater)

σκᾱπτον (-ῳ, -ον.)
   a staff σκάπτῳ θενὼν σκληρᾶς ἐλαίας ἔκτανεν Λικύμνιον (O. 7.28)
   b sceptre (Ἱέρων) θεμιστεῖον ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον (]τρον Π.) (O. 1.12) Ὀρτυγίας· τὰν Ἱέρων καθαρῷ σκάπτῳ διέπων (O. 6.93) εὕδει δ' ἀνὰ σκάπτῳ Διὸς αἰετός (P. 1.6) “καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος” (P. 4.152) Ἑστία, εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι τεὸν ἐς θάλαμον, εὖ δ' ἑταίρους ἀγλαῷ σκάπτῳ πέλας (N. 11.4) καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Δ. 2. . δέξαι τεὸν ἐς θάλαμον, εὖ δ' ἑταίρους ἀγλαῷ σκάπτῳ πέλας (N. 11.4) καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Δ. 2. 7.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(δωρ. τ. του αμάρτυρου σκῆπτον) το σκήπτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκᾱπ- / σκηπ- του σκήπτω + κατάλ. -τον].