σκληρόδερμος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
(6_18)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκληρόδερμος''': -ον, ὁ ἔχων σκληρὸν δέρμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 33, 2, κ. ἀλλ.· τὰ σκληρόδερμα, τὰ μαλακόστρακα, ὡς ὁ [[κάραβος]], [[αὐτόθι]] 1. 5, 10, π. Ζ. Μορ. 2. 13, 2, κ. ἀλλ.
|lstext='''σκληρόδερμος''': -ον, ὁ ἔχων σκληρὸν δέρμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 33, 2, κ. ἀλλ.· τὰ σκληρόδερμα, τὰ μαλακόστρακα, ὡς ὁ [[κάραβος]], [[αὐτόθι]] 1. 5, 10, π. Ζ. Μορ. 2. 13, 2, κ. ἀλλ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σκληρόδερμος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει σκληρό [[δέρμα]] («ἡ μὲν οὖν [[χελώνη]] τίκτει ᾠὰ [[σκληρόδερμα]] καὶ δίχροα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αναίσθητος]], [[ανάλγητος]], [[χοντρόπετσος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ [[σκληρόδερμα]]<br />τα [[μαλάκια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκληρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δερμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέρμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>παχύ</i>-<i>δερμος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληρόδερμος Medium diacritics: σκληρόδερμος Low diacritics: σκληρόδερμος Capitals: ΣΚΛΗΡΟΔΕΡΜΟΣ
Transliteration A: sklēródermos Transliteration B: sklērodermos Transliteration C: sklirodermos Beta Code: sklhro/dermos

English (LSJ)

ον,

   A with hard skin, Arist.HA558a4, al.: τὰ σ. crustacea, ib.490a2, PA657b30, al.

German (Pape)

[Seite 900] mit hartem Felle, harter Haut, Arist. H. A. 1, 5. 5, 33.

Greek (Liddell-Scott)

σκληρόδερμος: -ον, ὁ ἔχων σκληρὸν δέρμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 33, 2, κ. ἀλλ.· τὰ σκληρόδερμα, τὰ μαλακόστρακα, ὡς ὁ κάραβος, αὐτόθι 1. 5, 10, π. Ζ. Μορ. 2. 13, 2, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / σκληρόδερμος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει σκληρό δέρμα («ἡ μὲν οὖν χελώνη τίκτει ᾠὰ σκληρόδερμα καὶ δίχροα», Αριστοτ.)
νεοελλ.
μτφ. αναίσθητος, ανάλγητος, χοντρόπετσος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σκληρόδερμα
τα μαλάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -δερμος (< δέρμα), πρβλ. παχύ-δερμος].