σκορδύλη: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
(6_3) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκορδύλη''': [ῠ], ἡ, μικρὸς [[ἰχθὺς]] ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ θύννου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 13, Ἡσύχ.· πρβλ. [[κορδύλη]] ΙΙΙ. | |lstext='''σκορδύλη''': [ῠ], ἡ, μικρὸς [[ἰχθὺς]] ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ θύννου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 13, Ἡσύχ.· πρβλ. [[κορδύλη]] ΙΙΙ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br />[[είδος]] ψαριού, η [[κορδύλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[κορδύλη]] (<b>βλ.</b> λ)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῡ], ἡ,
A a young tunny-fish, Arist.HA571a16; cf. κορδύλη 111.
German (Pape)
[Seite 904] ἡ, = κορδύλη; Arist. H. A. 6, 17; vgl. Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σκορδύλη: [ῠ], ἡ, μικρὸς ἰχθὺς ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ θύννου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 13, Ἡσύχ.· πρβλ. κορδύλη ΙΙΙ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
είδος ψαριού, η κορδύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του κορδύλη (βλ. λ)].