σμηνίον: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(6_22)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σμηνίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σμῆνος]], Διοσκ. 2. 106, Ἡσύχ.
|lstext='''σμηνίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σμῆνος]], Διοσκ. 2. 106, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[σμήνος]]<br /><b>1.</b> υποκορ. του [[σμήνος]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ [[πρόπολις]]».
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμηνίον Medium diacritics: σμηνίον Low diacritics: σμηνίον Capitals: ΣΜΗΝΙΟΝ
Transliteration A: smēníon Transliteration B: smēnion Transliteration C: sminion Beta Code: smhni/on

English (LSJ)

τό, Dim. of σμῆνος, Dsc.2.84.    II = ἡ πρόπολις, Hsch.

German (Pape)

[Seite 910] τό, dim. von σμῆνος, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σμηνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ σμῆνος, Διοσκ. 2. 106, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὸ, Α σμήνος
1. υποκορ. του σμήνος
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ πρόπολις».