σκυτεύς: Difference between revisions
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=έως (ὁ) :<br />tout ouvrier travaillant le cuir, <i>particul.</i> cordonnier.<br />'''Étymologie:''' [[σκῦτος]]. | |btext=έως (ὁ) :<br />tout ouvrier travaillant le cuir, <i>particul.</i> cordonnier.<br />'''Étymologie:''' [[σκῦτος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, θηλ. [[σκυτεύτρια]], Α<br />αυτός που κατεργάζεται τα δέρματα, [[σκυτοτόμος]], [[υποδηματοποιός]] («καὶ οἱ τέκτονες καὶ oἱ σιδηρεῑς καὶ σκυτεῑς... πάντες πολεμικὰ ὅπλα κατεσκεύαζον», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκῦτος]] «[[δέρμα]], [[βύρσα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βυρσ</i>-<i>εύς</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
έως, ὁ,= σκυτοτόμος, Ar. Av.491, Pl.Grg.491a, X.Ages.1.26, Archipp.30, PPetr.2p.108 (iii B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 908] ὁ, Lederarbeiter, Schuster; Ar. Av. 494; Plat. Rep. X, 601 c; Xen. u. Folgde, wie Arist. pol. 4, 3.
Greek (Liddell-Scott)
σκῡτεύς: έως, ὁ, (σκῦτος) = σκυτοτόμος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 491, Πλάτ. Γοργ. 491Α, Ξεν. Ἀγησ. 1, 26, κτλ.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
tout ouvrier travaillant le cuir, particul. cordonnier.
Étymologie: σκῦτος.
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. σκυτεύτρια, Α
αυτός που κατεργάζεται τα δέρματα, σκυτοτόμος, υποδηματοποιός («καὶ οἱ τέκτονες καὶ oἱ σιδηρεῑς καὶ σκυτεῑς... πάντες πολεμικὰ ὅπλα κατεσκεύαζον», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «δέρμα, βύρσα» + κατάλ. -εύς (πρβλ. βυρσ-εύς)].