Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκυθρός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />sombre, triste, chagrin.<br />'''Étymologie:''' R. Σκυδ, être sombre ; cf. [[σκύζομαι]], [[σκυδμαίνω]].
|btext=ά, όν :<br />sombre, triste, chagrin.<br />'''Étymologie:''' R. Σκυδ, être sombre ; cf. [[σκύζομαι]], [[σκυδμαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ά, -όν, Α<br />[[οργίλος]], οργισμένος, θυμωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[σκυθρός]] έχει σχηματιστεί [[είτε]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκυ</i>-<i>δ</i> του [[σκύζομαι]] «οργίζομαι» [[είτε]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκυδ</i>- (πιθ. μέσω ενός τ. <i>σκυσ</i>-<i>θρός</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>θρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νω</i>-<i>θρός</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκυθρός Medium diacritics: σκυθρός Low diacritics: σκυθρός Capitals: ΣΚΥΘΡΟΣ
Transliteration A: skythrós Transliteration B: skythros Transliteration C: skythros Beta Code: skuqro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A angry, sullen, Men.10, Arat.1120.

German (Pape)

[Seite 906] zornig, unwillig, mürrisch, traurig; Men. in VLL.; Arat. Dios. 388.

Greek (Liddell-Scott)

σκυθρός: -ά, -όν, (√ΣΚΥΔ, σκύζομαι), ὠργισμένος, δυσηρεστημένος, Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 13, Ἄρατ. 1120. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στυγνὸς τὰς ὄψεις, χαλεπός, ὠμός, σκυθρωπός».

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
sombre, triste, chagrin.
Étymologie: R. Σκυδ, être sombre ; cf. σκύζομαι, σκυδμαίνω.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
οργίλος, οργισμένος, θυμωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σκυθρός έχει σχηματιστεί είτε < θ. σκυ-δ του σκύζομαι «οργίζομαι» είτε < θ. σκυδ- (πιθ. μέσω ενός τ. σκυσ-θρός) + επίθημα -θρός (πρβλ. νω-θρός)].