σορέλλη: Difference between revisions
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(6_20) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σορέλλη''': σκωπτικὸν [[ὄνομα]] γέροντος ἔχοντος τὸν ἕτερον [[πόδα]] ἐν τῷ τάφῳ (πρβλ. σορο-[[δαίμων]], σορόπληκτος), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 1. 1, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Δινδ. Τὸν τύπον σορέλλην (Εὐστ. 1289. 15) ἀποδοκιμάζει ὁ Bgk. εἰς Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 1034, Ἡσύχ. | |lstext='''σορέλλη''': σκωπτικὸν [[ὄνομα]] γέροντος ἔχοντος τὸν ἕτερον [[πόδα]] ἐν τῷ τάφῳ (πρβλ. σορο-[[δαίμων]], σορόπληκτος), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 1. 1, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Δινδ. Τὸν τύπον σορέλλην (Εὐστ. 1289. 15) ἀποδοκιμάζει ὁ Bgk. εἰς Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 1034, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br />[[παρωνύμιο]] γέροντα που βρίσκεται στο [[χείλος]] του τάφου, που έχει το ένα του [[πόδι]] στον τάφο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κωμική λ. σχηματισμένη από τη λ. [[σορός]] με</i> [[επίθημα]] -<i>έλλη</i>, πιθ. υποκοριστικό]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
nickname of an old man,
A with one foot in the grave (cf. σοροδαίμων, σορόπληκτος), Ar.Fr.198.
German (Pape)
[Seite 913] Ar. Daetal. fr. 16, von σορός, wie σοροδαίμων, Spottname eines Alten, der schon mit einem Fuße im Grabe steht, s. Phot.; bei Diogen. 2, 58 steht τορέλλη, bei Eust. 1289, 15 σορέλλην.
Greek (Liddell-Scott)
σορέλλη: σκωπτικὸν ὄνομα γέροντος ἔχοντος τὸν ἕτερον πόδα ἐν τῷ τάφῳ (πρβλ. σορο-δαίμων, σορόπληκτος), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 1. 1, ἔνθα ἴδε τὸν Δινδ. Τὸν τύπον σορέλλην (Εὐστ. 1289. 15) ἀποδοκιμάζει ὁ Bgk. εἰς Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 1034, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
παρωνύμιο γέροντα που βρίσκεται στο χείλος του τάφου, που έχει το ένα του πόδι στον τάφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. σχηματισμένη από τη λ. σορός με επίθημα -έλλη, πιθ. υποκοριστικό].