σοβαροβλέφαρος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σοβᾰροβλέφᾰρος''': -ον, ὁ ἔχων βλέφαρα ὑψωμένα καὶ ὑπερήφανα, δηλ. [[ὑπερήφανος]], [[γαῦρος]], πομπώδης, Ἀνθ. Π. 5. 217. | |lstext='''σοβᾰροβλέφᾰρος''': -ον, ὁ ἔχων βλέφαρα ὑψωμένα καὶ ὑπερήφανα, δηλ. [[ὑπερήφανος]], [[γαῦρος]], πομπώδης, Ἀνθ. Π. 5. 217. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός του οποίου τα βλέφαρα [[είναι]] υψωμένα, δηλ. υπεφήφανος, [[πομπώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σοβαρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βλέφαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλέφαρον]]), <b>πρβλ.</b> <i>καλλι</i>-<i>βλέφαρος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with haughty upraised eyebrows, supercilious, AP5.216 (Paul.Sil.).
German (Pape)
[Seite 912] mit hoffährtig in die Höhe oder zusammen gezogenen Augenlidern, mit stolzen, vornehmen Mienen oder Gebehrden, Paul. Sil. 16 (V, 217).
Greek (Liddell-Scott)
σοβᾰροβλέφᾰρος: -ον, ὁ ἔχων βλέφαρα ὑψωμένα καὶ ὑπερήφανα, δηλ. ὑπερήφανος, γαῦρος, πομπώδης, Ἀνθ. Π. 5. 217.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός του οποίου τα βλέφαρα είναι υψωμένα, δηλ. υπεφήφανος, πομπώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοβαρός + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. καλλι-βλέφαρος].