σπαθίς: Difference between revisions
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
(6_12) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπᾰθίς''': -ίδος, ἡ, = [[σπάθη]], 1) πλατὺ [[κοχλιάριον]] ἐν εἴδει πτυαρίου spatula, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 8, Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισι» 7. 2) μικρὸν [[ξίφος]], Γραμμ. ἐν Βιβλ. Coisl. σ. 514. ΙΙ. [[ὕφασμα]] πυκνῶς ὑφασμένον (ἴδε [[σπάθη]] Ι), [[Πολυδ]]. Ζ΄, 36, Ἡσύχ. | |lstext='''σπᾰθίς''': -ίδος, ἡ, = [[σπάθη]], 1) πλατὺ [[κοχλιάριον]] ἐν εἴδει πτυαρίου spatula, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 8, Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισι» 7. 2) μικρὸν [[ξίφος]], Γραμμ. ἐν Βιβλ. Coisl. σ. 514. ΙΙ. [[ὕφασμα]] πυκνῶς ὑφασμένον (ἴδε [[σπάθη]] Ι), [[Πολυδ]]. Ζ΄, 36, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-[[ίδος]], η, ΝΑ<br />[[σπάτουλα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πυκνά]] υφασμένο [[ένδυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπάθη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πινακ</i>-<i>ίς</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ,=
A σπάθη 2, spatula, Ar.Fr.205, Eub.100; σ. ἀργυρ[ᾶ] IG12.386.17 (unless in signf. 11). II garment of closely-woven cloth (v. σπάθη 1), ib.22.1469.131, 1517.201, cf. Poll.7.36, Hsch.
German (Pape)
[Seite 916] ἡ, = σπάθη, die Spatel, Poll. 10, 120. Auch ein mit der σπάθη auf dem senkrechten Webstuhle geschlagenes, dicht gewebtes Gewand, Poll. 7, 36, wie σπαθητός.
Greek (Liddell-Scott)
σπᾰθίς: -ίδος, ἡ, = σπάθη, 1) πλατὺ κοχλιάριον ἐν εἴδει πτυαρίου spatula, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 8, Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισι» 7. 2) μικρὸν ξίφος, Γραμμ. ἐν Βιβλ. Coisl. σ. 514. ΙΙ. ὕφασμα πυκνῶς ὑφασμένον (ἴδε σπάθη Ι), Πολυδ. Ζ΄, 36, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ίδος, η, ΝΑ
σπάτουλα
αρχ.
πυκνά υφασμένο ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάθη + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακ-ίς)].