σπάρτος: Difference between revisions
ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets
(Bailly1_4) |
(38) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />sparte, sorte de genêt, <i>plante, dont on tresse l’écorce pour en faire des cordes, des corbeilles, etc.</i><br />'''Étymologie:''' cf. [[σπεῖρα]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />sparte, sorte de genêt, <i>plante, dont on tresse l’écorce pour en faire des cordes, des corbeilles, etc.</i><br />'''Étymologie:''' cf. [[σπεῖρα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ και ἡ, Α<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[σπάρτο]]<br /><b>2.</b> [[σχοινί]] από [[σπάρτο]]<br /><b>3.</b> το [[νήμα]] της στάθμης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλοι τ. της λ. [[σπάρτον]], με [[αλλαγή]] γένους]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ and ἡ,=
A σπαρτίον 111, Pl.Plt.280c, X.Cyn.9.13, Ps.-Dsc. 4.154. 2 = σπάρτον IV, Str.3.4.9. II σπάρτος, ἡ,= σπάρτη 1.1, Hero Spir.1.17, al. 2 = σπάρτη 11, Hsch. s.v. στάθμη, Sch.Pl. Chrm.154b; masc. in Sch.Il.Oxy.1086.23; τὸν λίθον ποτὶ τὰν σ. ἄγοντας Dor. prov. ap. Basil. in Migne Patrol.Graec.31.569.
German (Pape)
[Seite 917] ὁ u. ἡ, Name mehrerer Sträucher, aus denen man Stricke und anderes Flechtwerk machte, sowohl spartium scoparium oder junceum (ἐξ οὗ καὶ πλέκουσιν ὑποδήματα τοῖς ὑποζυγίοις, Galen.; zu Schlingen gebraucht, Xen. Cyn. 9, 13; zu Netzen, Ael. H. A. 12, 43; dessen Saamen auch als Arzneimittel gebraucht wurde), als der in Spanien wachsende Strauch σπάρτος, Lygeum spartum od. stipa tenacissima, Linn., dessen Gebrauch zuerst durch die Karthager und Römer bekannt wurde, Strab., der später allgemein zu Stricken und Tauwerk gebraucht wurde; – ἡ σπάρτος, = σπάρτη, die Richtschnur, Schol. Eur. Or. 536; Hesych. erkl. στάθμη durch σπάρτος.
Greek (Liddell-Scott)
σπάρτος: ὁ καὶ ἡ, ὁ θάμνος «σπάρτον» ἢ «σπαρτί», περιλαμβάνων (κατὰ τὸν Beckmann Hist. of Inventions) τό τε Spartium junceum καὶ τὸ Stipa tenacissima τοῦ Λινν., φυόμενα ἐν Ἰσπανίᾳ (ἔτι δὲ καὶ νῦν ἀμφότερα τὰ εἴδη καλοῦνται ἐκεῖ esparto) καὶ (ὡς ὁ Πλίν. λέγει) οἱ ἰσπανοὶ κατασκεύαζον ἐξ ἀμφοτέρων διάφορα πράγματα, ἀλλ’ οἱ Καρχηδόνιοι καὶ οἱ Ρωμαῖοι (καὶ μετὰ ταῦτα οἱ Ἕλληνες) σχοινία ἢ καλῴδια· τὸ πρῶτον πιθαν. παρὰ Πλάτ. ἐν Πολιτικ. 280C, Ξεν. Κυν. 9, 13, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 2· τὸ δὲ δεύτερον παρὰ Πλιν. 19. 7. 2) τὸ κοινὸν σπάρτον ἢ «σπαρτί» (Spartium scoparium), ὁ αὐτ. 24. 40· ἴδε ἐν λέξ. σπάρτον. ΙΙ. σπάρτος, ἡ, = σπάρτη ΙΙ, Σχόλ. εἰς Πλάτ. Χαρμ. 154Β.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sparte, sorte de genêt, plante, dont on tresse l’écorce pour en faire des cordes, des corbeilles, etc.
Étymologie: cf. σπεῖρα.
Greek Monolingual
ὁ και ἡ, Α
1. το φυτό σπάρτο
2. σχοινί από σπάρτο
3. το νήμα της στάθμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλοι τ. της λ. σπάρτον, με αλλαγή γένους].