σπειρίον: Difference between revisions
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
(eksahir) |
(38) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[tapete de forma circular]] | |esgtx=[[tapete de forma circular]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />τὸ, Α [[σπεῑρα]]<br />μικρή [[σπείρα]], [[κόσμημα]] στη [[βάση]] ιωνικού κίονα.———————— <b>(II)</b><br />τὸ, Α<br />μικρό σπεῑρον, ελαφρό καλοκαιρινό [[ένδυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[σπεῖρον]]. Η σημ. της λ. «καλοκαιρινό [[ένδυμα]]» θα επέτρεπε τη [[διόρθωση]] της λ. σε <i>σείρια</i> (<span style="color: red;"><</span> [[Σείριος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of σπεῖρον,
A light summer garment, X.HG4.5.4. II Dim. of σπεῖρα 1.8, base-moulding of a column, Hero Aut.3.1. III (cf. σπεῖρα 1.3 fin.) ring-shaped mat, ἐξ ἀρτεμισίας PMag.Par.1.1088, cf. 1096.
German (Pape)
[Seite 919] τό dim. von σπεῖρον, Xen. Hell. 4, 5, 4, von leichten Sommerkleidern.
Greek (Liddell-Scott)
σπειρίον: τό, ὑποκορ. τοῦ σπεῖρον, ἐλαφρόν, θερινὸν ἱμάτιον, Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 4. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ σπεῖρα (8), ἡ βάσις κίονος, Ἥρων Αὐτοματ. 246C.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite bande de toile, vêtement léger.
Étymologie: σπεῖρον.
Spanish
Greek Monolingual
(I)
τὸ, Α σπεῑρα
μικρή σπείρα, κόσμημα στη βάση ιωνικού κίονα.———————— (II)
τὸ, Α
μικρό σπεῑρον, ελαφρό καλοκαιρινό ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σπεῖρον. Η σημ. της λ. «καλοκαιρινό ένδυμα» θα επέτρεπε τη διόρθωση της λ. σε σείρια (< Σείριος)].