σπινθαρίς: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(Bailly1_4) |
(38) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[σπινθήρ]]. | |btext=ίδος (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[σπινθήρ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> άγνωστο [[είδος]] πουλιού που ονομάστηκε [[έτσι]] [[πιθανώς]] από τη [[λάμψη]] που εξέπεμπαν τα μάτια του<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ σπινθαρίδες</i><br />σπινθήρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. [[εκφραστικός]] τ. του [[σπινθήρ]], με [[υγρό]] [[ένθημα]] -<i>αρ</i>- και [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -<i>ίδoς</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἐσχαρίς]]). Για το όνομα του πουλιού <b>πρβλ.</b> λατ. <i>spinturnix</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ,= σπινθήρ,
A spark, h Ap.442; σπινθάρυξ, ῠγος, ἡ, A.R.4.1544.
German (Pape)
[Seite 921] ίδος, ἡ, = σπινθήρ, H. h. Apoll. 442.
Greek (Liddell-Scott)
σπινθαρίς: -ίδος, ἡ, = σπινθήρ, «σπίθα», Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 522· σπινθάρυξ, -υγος, ἡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1544.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
c. σπινθήρ.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
1. άγνωστο είδος πουλιού που ονομάστηκε έτσι πιθανώς από τη λάμψη που εξέπεμπαν τα μάτια του
2. στον πληθ. αἱ σπινθαρίδες
σπινθήρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικός τ. του σπινθήρ, με υγρό ένθημα -αρ- και επίθημα -ίς, -ίδoς (πρβλ. ἐσχαρίς). Για το όνομα του πουλιού πρβλ. λατ. spinturnix].