σπουδάρχης: Difference between revisions

From LSJ

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />celui qui brigue une charge.<br />'''Étymologie:''' [[σπουδή]], [[ἀρχή]].
|btext=ου (ὁ) :<br />celui qui brigue une charge.<br />'''Étymologie:''' [[σπουδή]], [[ἀρχή]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που αρχίζει [[κάτι]] με ζήλο και [[προθυμία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που επιδιώκει με [[κάθε]] [[μέσο]] να καταλάβει μια επίσημη [[θέση]], ένα [[αξίωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπουδή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]])].
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπουδάρχης Medium diacritics: σπουδάρχης Low diacritics: σπουδάρχης Capitals: ΣΠΟΥΔΑΡΧΗΣ
Transliteration A: spoudárchēs Transliteration B: spoudarchēs Transliteration C: spoudarchis Beta Code: spouda/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who is eager for offices of state, placeman, X.Smp.1.4; but σπουδαρχίας is restored from Hsch. and Phryn.PSp.109 B.

German (Pape)

[Seite 925] ὁ, Einer der sich zu Staatsämtern, Ehrenstellen u. dgl. heftig zudrängt, sie immer führen will, Xen. Conv. 1, 4, wo Dindorf σπουδαρχίας herstellt, s. unten das Wort.

Greek (Liddell-Scott)

σπουδάρχης: -ου, ὁ, ὁ μετὰ προθυμίας καὶ σπουδῆς ἐνεργῶν διὰ δημοσίαν τινὰ θέσιν ἢ ἀξίωμα, θεσιθήρας, Ξεν. Συμπ. 1, 4· ἀλλ’ ὁ L. Dind. ἀπορρίπτει τὴν λέξιν ἀναγινώσκων σπουδαρχίας ἐκ τοῦ Ἡσυχ. καὶ τῶν Α. Β. 63. ΙΙ. ὁ μετὰ ζήλου καὶ προθυμίας ἀρχόμενός τινος, Θεόδ. Στουδ. 22Β, 39Α.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
celui qui brigue une charge.
Étymologie: σπουδή, ἀρχή.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
μσν.
αυτός που αρχίζει κάτι με ζήλο και προθυμία
αρχ.
αυτός που επιδιώκει με κάθε μέσο να καταλάβει μια επίσημη θέση, ένα αξίωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδή + -άρχης (< ἄρχω)].