στειλιάρι: Difference between revisions

From LSJ

ἀγωνίζεσθαι, ἐπιζητεῖν, εὑρίσκειν καί μή εἴκειν → to strive, to seek, to find, and not to yield (Tennyson, Ulysses)  

Source
(38)
(No difference)

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Greek Monolingual

το / στειλιάριον, ΝΜ, και στελιάρι Ν [[στε(ι)λεά / στε(ι)λε(ι)ός]]
1. ο στειλεός
2. ξύλινο χοντρό ραβδί, ρόπαλο
νεοελλ.
1. μτφ. άνθρωπος άξεστος και ανόητος, κούτσουρο
2. φρ. α) «του 'δωσε στειλιάρι» — τον έδειρε πολύ, τον ξυλοκόπησε άγρια
β) «θέλει στειλιάρι» — του χρειάζεται γερό ξυλοκόπημα, πρέπει να τον δείρουν πολύ.