στερίσκω: Difference between revisions
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
(Bailly1_4) |
(38) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />priver, spolier ; <i>Pass.</i> être privé de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[στερέω]]. | |btext=<i>seul. prés.</i><br />priver, spolier ; <i>Pass.</i> être privé de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[στερέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />(δ. τ.) [[στερώ]] («[[στερίσκω]] τὴν ψυχὴν μου ἀπὸ ἀγαθωσύνης», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος ενεστ. τ. τών [[στέρομαι]] / <i>στερῶ</i> με [[επίθημα]] -[[ίσχω]], σχηματισμένος από τον μέλλ. <i>στερήσω</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] [[εὑρίσκω]]: [[εὑρήσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
collat. pres. of
A στερέω, τινά τινος Th.2.43, Teles p.22 H., D.S.1.60, Gal.8.54; τὴν ψυχὴν ἀπό τινος LXX Ec.4.8:—Pass., c. gen., Hdt.4.159, [7.162], Th.1.73, 2.49, E.Supp.1093, Agatho 5, Pl.R. 413a, X.Cyr.7.5.62, Eq.Mag.8.8, Ages.11.5, Arist.HA487a18, al., BGU446.18 (ii A.D.), Gal.8.53.
German (Pape)
[Seite 937] Nebenform von στερέω; στερίσκειν, Thuc. 2, 43; gewöhnl. praes. pass.; Eur. Suppl. 1093; τῆς χώρης στερισκόμενοι, Her. 4, 159; 7, 162; Thuc. 1, 73. 4, 106 u. öfter; Xen. Cyr. 7, 5, 63; ἀληθοῦς δόξης στερίσκεσθαι, Plat. Rep. III, 413 a; u. sonst oft; im praes. bei den Attikern gebräuchlicher als στερέω.
Greek (Liddell-Scott)
στερίσκω: Ἀττ. τύπος ἰσοδύναμος τῷ στερέω, τινά τινος Θουκ. 2. 43, Διοδ., κλπ. - Παθ. μετὰ γεν., Εὐρ. Ἱκ. 1093, Ἀγάθων παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 2, 6, Θουκ. 1. 73., 2. 49, Πλάτ., κλπ.· ἀλλ’ ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 4. 159., 7. 162.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
priver, spolier ; Pass. être privé de, gén..
Étymologie: στερέω.
Greek Monolingual
Α
(δ. τ.) στερώ («στερίσκω τὴν ψυχὴν μου ἀπὸ ἀγαθωσύνης», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ενεστ. τ. τών στέρομαι / στερῶ με επίθημα -ίσχω, σχηματισμένος από τον μέλλ. στερήσω κατά το σχήμα εὑρίσκω: εὑρήσω.