στησίχορος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />coup de dés qui amène le nombre 8.<br />'''Étymologie:''' [[ἵστημι]], [[χορός]].
|btext=ου (ὁ) :<br />coup de dés qui amène le nombre 8.<br />'''Étymologie:''' [[ἵστημι]], [[χορός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ιδρύει ή στήνει χορούς<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ό Στησίχορος</i><br />[[λυρικός]] [[χορικός]] [[ποιητής]] που έζησε στην Ιμέρα της Σικελίας από το 640 ώς το 555 π.Χ.<br /><b>3.</b> η [[βολή]] τών κύβων [[κατά]] την οποία φαίνονταν [[οκτώ]] στίγματα και που ονομάστηκε [[έτσι]] από το οκτάπλευρο [[μνημείο]] του ποιητή που βρισκόταν στην Ιμέρα<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «οὐδὲ τὰ [[τρία]] Στησιχόρου γινώσκεις» — λεγόταν για ανθρώπους εντελώς αγράμματους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>στησι</i>- του [[ἵστημι]] <span style="color: red;">+</span> [[χορός]], συνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στησίχορος Medium diacritics: στησίχορος Low diacritics: στησίχορος Capitals: ΣΤΗΣΙΧΟΡΟΣ
Transliteration A: stēsíchoros Transliteration B: stēsichoros Transliteration C: stisichoros Beta Code: sthsi/xoros

English (LSJ)

ον,

   A establishing or leading χοροί:—hence as pr. n., Στησίχορος, Dor. Στᾱσ-, ὁ, the Lyric poet Stesichorus, Simon.53, Pl.Phdr.243a: prov., οὐδὲ τὰ τρία Στησιχόρου (i.e. strophe, antistrophos, epode) γνῶναι, of illiterate persons, Diogenian.7.14:—Adj. Στησιχόρειος, ον, Plu.2.1135c, etc.    2 a throw of the dice which showed eight pips, said to be named from the eight-sided monument of the poet at Himera, Poll. 9.100.

German (Pape)

[Seite 942] Chöre, Reigen, Reigentänze aufstellend od. aufführend, s. nom. pr. – Ein Wurf mit Würfeln, der 8 Augen zeigte.

Greek (Liddell-Scott)

στησίχορος: [ῐ], -ον, ὁ «στήνων» ἢ ὁδηγῶν χορούς· ― ἐντεῦθεν ὡς κύριον ὄνομα Στησίχορος, Δωρ. Στᾱσ-, ὁ, λυρικὸς ποιητὴς οὖ τὸ ἀληθὲς ὄνομα ἦτο Τισίας, Σιμωνίδ. 19, Πλάτ. Φαῖδρ. 243Α· ― παροιμ., οὐδὲ τὰ τρία Στησιχόρου (δηλ. στροφήν, ἀντιστροφήν, ἐπῳδὸν) γνῶναι, ἐπὶ ἀγραμμάτων ἀνθρώπων, Παροιμιογρ. ― Ἐπίθετ. Στησιχόρειος, ον, Πλούτ. 2. 1135D, κττ. 2) βόλος τῶν κύβων καθ᾿ ὃν ἐφαίνοντο ὀκτὼ στίγματα, κατὰ τὸν Πολυδ. Θ΄, 100, ἐκ τοῦ ὀκτωπλεύρου μνημείου τοῦ ποιητοῦ ἐν Ἱμέρᾳ. ΙΙ Στησιχόρη εὕρηται ὡς = Τερψιχόρη, Συλλ. Ἐπιγρ. 8185d.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
coup de dés qui amène le nombre 8.
Étymologie: ἵστημι, χορός.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που ιδρύει ή στήνει χορούς
2. ως κύριο όν. ό Στησίχορος
λυρικός χορικός ποιητής που έζησε στην Ιμέρα της Σικελίας από το 640 ώς το 555 π.Χ.
3. η βολή τών κύβων κατά την οποία φαίνονταν οκτώ στίγματα και που ονομάστηκε έτσι από το οκτάπλευρο μνημείο του ποιητή που βρισκόταν στην Ιμέρα
4. παροιμ. φρ. «οὐδὲ τὰ τρία Στησιχόρου γινώσκεις» — λεγόταν για ανθρώπους εντελώς αγράμματους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στησι- του ἵστημι + χορός, συνθ. του τύπου τερψίμβροτος].