στηρικτικός: Difference between revisions
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
(6_11) |
(38) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στηρικτικός''': -ή, -όν, ὁ σταθερῶς ἐμπεπηγμένος, [[ἀκίνητος]], Πρόκλ.· ― [[ὡσαύτως]] στηρικτός, ή, όν, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 73, Ἰσίδ. 4. 26. | |lstext='''στηρικτικός''': -ή, -όν, ὁ σταθερῶς ἐμπεπηγμένος, [[ἀκίνητος]], Πρόκλ.· ― [[ὡσαύτως]] στηρικτός, ή, όν, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 73, Ἰσίδ. 4. 26. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[στηρικτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[στηρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατάλληλος]] για [[στήριξη]], αυτός που χρησιμεύει για [[στήριξη]] («στηρικτικά όργανα»)<br /><b>μσν.</b><br />[[σαφής]], [[καταφανής]] («Ἀναστασίου μοναχοῡ... διηγήματα ψυχωφελῆ καὶ στηρικτικά γενόμενα ἐν διαφόροις τόποις», Αναστ. Σιν.)<br /><b>αρχ.</b><br />(σχετικά με τις πλανητικές φάσεις) [[ακίνητος]], [[στάσιμος]] («περὶ τῶν στηρικτικών φαντασιῶν», Πρόκλ.).———————— -ή, -ό, Ν<br /><b>φρ.</b> «[[στηρικτικός]] [[ιστός]]»<br /><b>βοτ.</b> [[μόνιμος]] [[σύνθετος]] [[ιστός]] τών [[φυτών]] που αποτελείται από δύο τύπους, το [[κολλέγχυμα]] και το [[σκληρέγχυμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A stationary, of planetary phases, Procl.Hyp.5.87.
Greek (Liddell-Scott)
στηρικτικός: -ή, -όν, ὁ σταθερῶς ἐμπεπηγμένος, ἀκίνητος, Πρόκλ.· ― ὡσαύτως στηρικτός, ή, όν, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 73, Ἰσίδ. 4. 26.
Greek Monolingual
-ή, -ό / στηρικτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ στηρίζω
νεοελλ.
κατάλληλος για στήριξη, αυτός που χρησιμεύει για στήριξη («στηρικτικά όργανα»)
μσν.
σαφής, καταφανής («Ἀναστασίου μοναχοῡ... διηγήματα ψυχωφελῆ καὶ στηρικτικά γενόμενα ἐν διαφόροις τόποις», Αναστ. Σιν.)
αρχ.
(σχετικά με τις πλανητικές φάσεις) ακίνητος, στάσιμος («περὶ τῶν στηρικτικών φαντασιῶν», Πρόκλ.).———————— -ή, -ό, Ν
φρ. «στηρικτικός ιστός»
βοτ. μόνιμος σύνθετος ιστός τών φυτών που αποτελείται από δύο τύπους, το κολλέγχυμα και το σκληρέγχυμα.