στεμφυλίτης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(6_3)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στεμφῠλίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, -ιδος, ὁ πεποιημένος ἐκ σταφυλῶν, αἵτινες ἤδη ἐπατήθησαν, τρύγες στεμφυλίτιδες, ὁ οὕτω λαμβανόμενος [[οἶνος]], Λατ, lorn, Ἱππ. 359. 8., 497. 8. - Ὡσαύτως στεμφυλίας, ὁ, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[λάκυρος]].
|lstext='''στεμφῠλίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, -ιδος, ὁ πεποιημένος ἐκ σταφυλῶν, αἵτινες ἤδη ἐπατήθησαν, τρύγες στεμφυλίτιδες, ὁ οὕτω λαμβανόμενος [[οἶνος]], Λατ, lorn, Ἱππ. 359. 8., 497. 8. - Ὡσαύτως στεμφυλίας, ὁ, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[λάκυρος]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και θηλ. στεμφυλῑτις, -ίτιδος, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ενν. [[οίνος]]) [[κρασί]] που λαμβάνεται από δεύτερη [[σύνθλιψη]] τών στεμφύλων, τών τσίπουρων, ο [[δευτερίας]] [[οίνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρασκευάζεται από σταφύλια πατημένα στον ληνό<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[αγγείο]] για [[κρασί]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τρύγες στεμφυλίτιδες» — ο [[δευτερίας]] [[οίνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στέμφυλον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>μηλ</i>-[[ίτης]])].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεμφῠλίτης Medium diacritics: στεμφυλίτης Low diacritics: στεμφυλίτης Capitals: ΣΤΕΜΦΥΛΙΤΗΣ
Transliteration A: stemphylítēs Transliteration B: stemphylitēs Transliteration C: stemfylitis Beta Code: stemfuli/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, fem. στεμφῠλ-ῖτις, ιδος,

   A made from grapes already pressed, τρύγες στεμφυλίτιδες wine made in this way, Hp.Vict.2.52, Morb.3.17: -ίτης,= vinacium, Gloss. -ον, τό, (στέμβω) mass of olives from which the oil has been pressed, olivecake, Ar.Eq.806: mostly in pl., Hp.Acut.64, Ar.Nu.45 (ubi v. Sch.), Fr.392; λιπῶσι στεμφύλοις Phryn.Com.38, cf. Androcl. ap. Arist.Rh. 1400a13, Ath.2.56d.    II pl., mass of pressed grapes, Hp.Morb.2.69, Aff.27 (where it seems to be a drink), Lyc.678, PSI6.554.20 (iii B.C.), PCair.Zen.527.8 (iii B.C.); οἶνον ἀπὸ στεμφύλων LXX Nu.6.4; σταφυλῆς στέμφυλα Arist.Fr.107: in sg., Gal.6.576.—Signf. 1 is said to be Att. by Phryn.384.

German (Pape)

[Seite 934] ὁ, tem. στεμφυλῖτις, von Trestern gemacht, οἶνος, Stechwein, Lauer; ἐλαῖαι, eingemachte, zerdrückte Oliven; τρύγες, Hippocr., eine Art von Lauerwein, Most aus nachgepreßten Trestern.

Greek (Liddell-Scott)

στεμφῠλίτης: [ῑ], -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, -ιδος, ὁ πεποιημένος ἐκ σταφυλῶν, αἵτινες ἤδη ἐπατήθησαν, τρύγες στεμφυλίτιδες, ὁ οὕτω λαμβανόμενος οἶνος, Λατ, lorn, Ἱππ. 359. 8., 497. 8. - Ὡσαύτως στεμφυλίας, ὁ, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λάκυρος.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και θηλ. στεμφυλῑτις, -ίτιδος, Α
νεοελλ.
(ενν. οίνος) κρασί που λαμβάνεται από δεύτερη σύνθλιψη τών στεμφύλων, τών τσίπουρων, ο δευτερίας οίνος
αρχ.
1. αυτός που παρασκευάζεται από σταφύλια πατημένα στον ληνό
2. το αρσ. ως ουσ. αγγείο για κρασί
3. φρ. «τρύγες στεμφυλίτιδες» — ο δευτερίας οίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλον + επίθημα -ίτης (πρβλ. μηλ-ίτης)].