στόρνη: Difference between revisions
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
(6_9) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στόρνη''': ἡ, = [[ζώνη]], Καλλ. Ἀποσπ. 1330, Ἡσύχ. | |lstext='''στόρνη''': ἡ, = [[ζώνη]], Καλλ. Ἀποσπ. 1330, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br />[[ζώνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] [[στορ]]- του [[στόρνυμι]] (<b>βλ. λ.</b> [[στρώνω]]) με [[επίθημα]] -<i>νη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φερ</i>-<i>νή</i>) και συνδέεται με το αρχ. σλαβ. <i>strana</i> και το ρωσ. <i>storona</i> «[[μέρος]], [[τόπος]], [[πλευρά]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,= ζώνη, Call.Hec.1.1.15 (cf. Suid.), Lyc.1330.
German (Pape)
[Seite 949] ἡ, = ζώνη, Lycophr. 1330.
Greek (Liddell-Scott)
στόρνη: ἡ, = ζώνη, Καλλ. Ἀποσπ. 1330, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα στορ- του στόρνυμι (βλ. λ. στρώνω) με επίθημα -νη (πρβλ. φερ-νή) και συνδέεται με το αρχ. σλαβ. strana και το ρωσ. storona «μέρος, τόπος, πλευρά»].