στραβισμός: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
(6_14)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στραβισμός''': ὁ, ἀλλοιθώρισμα, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 11.
|lstext='''στραβισμός''': ὁ, ἀλλοιθώρισμα, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 11.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[στραβίζω]]<br />[[αδυναμία]] τών ματιών να ευθυγραμμιστούν σωστά στο [[αντικείμενο]] [[προς]] το οποίο το [[άτομο]] ζητά να κατευθύνει το [[βλέμμα]] του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «συγκλίνων [[στραβισμός]]» — [[στραβισμός]] [[κατά]] τον οποίο το [[μάτι]] που αποκλίνει διευθύνεται [[προς]] τα [[μέσα]], [[προς]] το [[άλλο]] [[μάτι]]<br />β) «αποκλίνων [[στραβισμός]]» — [[στραβισμός]] [[κατά]] τον οποίο το [[μάτι]] που αποκλίνει διευθύνεται [[προς]] τα έξω, απομακρυνόμενο από το [[άλλο]] [[μάτι]]<br />γ) «[[συνεκτικός]] [[στραβισμός]]» — [[στραβισμός]] [[κατά]] τον οποίο η [[απόκλιση]] παραμένει σταθερή, άσχετα από τη [[διεύθυνση]] [[προς]] την οποία κατευθύνεται το [[βλέμμα]]<br />δ) «μη [[συνεκτικός]] [[στραβισμός]]» — [[στραβισμός]] [[κατά]] τον οποίο ο [[βαθμός]] της μη ευθυγράμμισης ποικίλλει ανάλογα με τη [[διεύθυνση]] του βλέμματος.
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰβισμός Medium diacritics: στραβισμός Low diacritics: στραβισμός Capitals: ΣΤΡΑΒΙΣΜΟΣ
Transliteration A: strabismós Transliteration B: strabismos Transliteration C: stravismos Beta Code: strabismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A squinting, Gal.19.436: pl., Id.7.150, Alex.Aphr. Pr.2.11.

German (Pape)

[Seite 950] ὁ, das Schielen, Alex. Aphrod.

Greek (Liddell-Scott)

στραβισμός: ὁ, ἀλλοιθώρισμα, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 11.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ στραβίζω
αδυναμία τών ματιών να ευθυγραμμιστούν σωστά στο αντικείμενο προς το οποίο το άτομο ζητά να κατευθύνει το βλέμμα του
νεοελλ.
φρ. α) «συγκλίνων στραβισμός» — στραβισμός κατά τον οποίο το μάτι που αποκλίνει διευθύνεται προς τα μέσα, προς το άλλο μάτι
β) «αποκλίνων στραβισμός» — στραβισμός κατά τον οποίο το μάτι που αποκλίνει διευθύνεται προς τα έξω, απομακρυνόμενο από το άλλο μάτι
γ) «συνεκτικός στραβισμός» — στραβισμός κατά τον οποίο η απόκλιση παραμένει σταθερή, άσχετα από τη διεύθυνση προς την οποία κατευθύνεται το βλέμμα
δ) «μη συνεκτικός στραβισμός» — στραβισμός κατά τον οποίο ο βαθμός της μη ευθυγράμμισης ποικίλλει ανάλογα με τη διεύθυνση του βλέμματος.