στρογγυλοναύτης: Difference between revisions
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
(6_19) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στρογγῠλοναύτης''': -ου, ὁ, ἐμπορικοῦ πλοίου [[ναύτης]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 685. | |lstext='''στρογγῠλοναύτης''': -ου, ὁ, ἐμπορικοῦ πλοίου [[ναύτης]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 685. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ου, ὁ, Α<br />[[ναύτης]] εμπορικού πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>στρογγύλη</i> ([[ναῦς]]) «εμπορικό [[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> [[ναύτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A merchant-seaman, Ar.Fr.861.
German (Pape)
[Seite 955] ὁ, der auf einem runden oder Kauffahrteischiffe Fahrende, Ar. bei Poll. 7, 190.
Greek (Liddell-Scott)
στρογγῠλοναύτης: -ου, ὁ, ἐμπορικοῦ πλοίου ναύτης, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 685.
Greek Monolingual
-ου, ὁ, Α
ναύτης εμπορικού πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλη (ναῦς) «εμπορικό πλοίο» + ναύτης.