στυράκιον: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_4) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br /><i>dim. de</i> [[στύραξ]]. | |btext=ου (τό) :<br /><i>dim. de</i> [[στύραξ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />τὸ, Α [[στύραξ]], -<i>ακος</i> (Ι)]<br />υποκορ. του [[στύραξ]] (Ι).———————— <b>(II)</b><br />τὸ, Α [[στύραξ]], -<i>ακος</i> (II)]<br />υποκορ. του [[στύραξ]] (II). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of στύραξ (B),
A ἀκοντίου Th.2.4, Aen.Tact.18.10, prob. cj. in Luc.Tox. 55. II Dim. of στύραξ (A)1, POxy.1142.5.
German (Pape)
[Seite 959] τό, dim. von στύραξ, ἀκοντίου, Thuc. 2, 4.
Greek (Liddell-Scott)
στῠράκιον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ στύραξ (Β), ἀκοντίου Θουκ. 2. 4.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de στύραξ.
Greek Monolingual
(I)
τὸ, Α στύραξ, -ακος (Ι)]
υποκορ. του στύραξ (Ι).———————— (II)
τὸ, Α στύραξ, -ακος (II)]
υποκορ. του στύραξ (II).