στρουθωτός: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στρουθωτός''': -ή, -όν, [[ὥσπερ]] ἐκ ῥήματ. στρουθόω, ἐζωγραφημένος ἢ κεντημένος μὲ εἰκόνας πτηνῶν, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 48C. | |lstext='''στρουθωτός''': -ή, -όν, [[ὥσπερ]] ἐκ ῥήματ. στρουθόω, ἐζωγραφημένος ἢ κεντημένος μὲ εἰκόνας πτηνῶν, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 48C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />(για ζωγραφικό πίνακα, [[κόσμημα]], [[άγαλμα]] ή [[κέντημα]]) αυτός που έχει παραστάσεις πουλιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρουθός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] (<b>πρβλ.</b> <i>οδοντ</i>-[[ωτός]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A painted or embroidered with birds, Sophr.100.
German (Pape)
[Seite 956] wie von στρουθόω, mit Vögeln bemalt od. gestickt, ἑλίγματα Sophron Ath. II, 48 c.
Greek (Liddell-Scott)
στρουθωτός: -ή, -όν, ὥσπερ ἐκ ῥήματ. στρουθόω, ἐζωγραφημένος ἢ κεντημένος μὲ εἰκόνας πτηνῶν, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 48C.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
(για ζωγραφικό πίνακα, κόσμημα, άγαλμα ή κέντημα) αυτός που έχει παραστάσεις πουλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντ-ωτός)].