συμπαραπλέω: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(6_2) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμπαραπλέω''': [[παραπλέω]] [[προσέτι]], Πολύβ. 5. 68, 9, Διόδ., κτλ. | |lstext='''συμπαραπλέω''': [[παραπλέω]] [[προσέτι]], Πολύβ. 5. 68, 9, Διόδ., κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[παραπλέω]]<br /><b>1.</b> [[πλέω]] [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[παρακολουθώ]] κάποιον πλέοντας [[κοντά]] του («αὐτὸς μὲν ἄγων [[πεζῇ]] τὴν δύναμιν, Δημητρίου δὲ... στόλῳ συμπαραπλέοντος», <b>Πλούτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 29 September 2017
English (LSJ)
A sail along with also, Plb.5.68.9, D.S.4.18, Plu.Demetr.19, Arr.Fr.127J., etc.
German (Pape)
[Seite 984] (s. πλέω), mit, zugleich nebenher schiffen, Pol. 5, 68, 9.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαραπλέω: παραπλέω προσέτι, Πολύβ. 5. 68, 9, Διόδ., κτλ.
Greek Monolingual
Α παραπλέω
1. πλέω κοντά σε κάποιον
2. (κατ' επέκτ.) παρακολουθώ κάποιον πλέοντας κοντά του («αὐτὸς μὲν ἄγων πεζῇ τὴν δύναμιν, Δημητρίου δὲ... στόλῳ συμπαραπλέοντος», Πλούτ.).