συνάθροισμα: Difference between revisions

From LSJ
(6_21)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνάθροισμα''': τό, [[συνάθροισις]], Ἀπολλ. Λεξικ. Ὁμηρ. ἐν λ. [[ἀγορά]]· [[συνάθροισμα]] τῶν Ἰουδαίων, [[συνέλευσις]], [[συμβούλιον]], Ἀθαν. τ. 2, σ. 224Β.
|lstext='''συνάθροισμα''': τό, [[συνάθροισις]], Ἀπολλ. Λεξικ. Ὁμηρ. ἐν λ. [[ἀγορά]]· [[συνάθροισμα]] τῶν Ἰουδαίων, [[συνέλευσις]], [[συμβούλιον]], Ἀθαν. τ. 2, σ. 224Β.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συναθροίζω]]<br /><b>1.</b> [[συνάθροιση]], [[συγκέντρωση]]<br /><b>2.</b> [[συνέλευση]] («τὸ ἄδικον τοῡ παρανόμου συναθροίσματος τῶν Ἰουδαίων», Αθανάσ.).
}}
}}

Revision as of 12:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάθροισμα Medium diacritics: συνάθροισμα Low diacritics: συνάθροισμα Capitals: ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΜΑ
Transliteration A: synáthroisma Transliteration B: synathroisma Transliteration C: synathroisma Beta Code: suna/qroisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A assemblage, Apollon.Lex. s.v. ἀγορά.

German (Pape)

[Seite 997] τό, das Gesammelte, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνάθροισμα: τό, συνάθροισις, Ἀπολλ. Λεξικ. Ὁμηρ. ἐν λ. ἀγορά· συνάθροισμα τῶν Ἰουδαίων, συνέλευσις, συμβούλιον, Ἀθαν. τ. 2, σ. 224Β.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συναθροίζω
1. συνάθροιση, συγκέντρωση
2. συνέλευση («τὸ ἄδικον τοῡ παρανόμου συναθροίσματος τῶν Ἰουδαίων», Αθανάσ.).