συναναμιμνήσκω: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source
(6_1)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συναναμιμνήσκω''': [[ἀναμιμνήσκω]] [[ὁμοῦ]], τινος, [[περί]] τινος πράγματος, Πλούτ. 2. 397Ε. ― Παθ., ἐνθυμοῦμαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Πλάτ. Νόμ. 897Ε.
|lstext='''συναναμιμνήσκω''': [[ἀναμιμνήσκω]] [[ὁμοῦ]], τινος, [[περί]] τινος πράγματος, Πλούτ. 2. 397Ε. ― Παθ., ἐνθυμοῦμαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Πλάτ. Νόμ. 897Ε.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[υπενθυμίζω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον άλλον<br /><b>2.</b> [[υπενθυμίζω]] [[επίσης]] [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 12:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναναμιμνήσκω Medium diacritics: συναναμιμνήσκω Low diacritics: συναναμιμνήσκω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΜΙΜΝΗΣΚΩ
Transliteration A: synanamimnḗskō Transliteration B: synanamimnēskō Transliteration C: synanamimnisko Beta Code: sunanamimnh/skw

English (LSJ)

   A remind together, τινων of things, Plu.2.397e; bring to mind together with, σ. αὐτοῖς καὶ τὰ λοιπά Gal.15.510:—Pass., recall together with, ὑμῖν Pl.Lg.897e.

German (Pape)

[Seite 1000] (s. μιμνήσκω), mit oder zugleich erinnern, Plut. Pyth. orac. 8, pass. sich zugleich erinnern, ἣν συναναμνησ θεὶς ὑμῖν ἐγὼ κοινῇ τὴν ἀπόκρισιν ποιήσομαι Plat. Legg. X, 897 e.

Greek (Liddell-Scott)

συναναμιμνήσκω: ἀναμιμνήσκω ὁμοῦ, τινος, περί τινος πράγματος, Πλούτ. 2. 397Ε. ― Παθ., ἐνθυμοῦμαι ὁμοῦ μετά τινος, τινι Πλάτ. Νόμ. 897Ε.

Greek Monolingual

Α
1. υπενθυμίζω κάτι μαζί με κάποιον άλλον
2. υπενθυμίζω επίσης κάτι.