συνενθουσιάζω: Difference between revisions
From LSJ
(6_6) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνενθουσιάζω''': ἐνθουσιῶ [[ὁμοῦ]], [[μετέχω]] τοῦ ἐνθουσιασμοῦ, ἐπὶ τῶν Βακχῶν, Διόδ. 4. 3· ― οὕτω, συνενθουσιάω, Πολύβ. 38. 4, 7, Στράβ. 147, κτλ.· τινι, μετά τινος, Πλουτ. Κοριολ. 17· ἢ [[πρός]] τι [[πρᾶγμα]], Λογγῖν. 13. 2. | |lstext='''συνενθουσιάζω''': ἐνθουσιῶ [[ὁμοῦ]], [[μετέχω]] τοῦ ἐνθουσιασμοῦ, ἐπὶ τῶν Βακχῶν, Διόδ. 4. 3· ― οὕτω, συνενθουσιάω, Πολύβ. 38. 4, 7, Στράβ. 147, κτλ.· τινι, μετά τινος, Πλουτ. Κοριολ. 17· ἢ [[πρός]] τι [[πρᾶγμα]], Λογγῖν. 13. 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />(για τις Βάκχες) [[γίνομαι]] [[ένθους]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], καταλαμβάνομαι από θεϊκή [[έκσταση]] με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐνθουσιάζω]] «βρίσκομαι σε [[έκσταση]], καταλαμβάνομαι από θεϊκή [[μανία]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
English (LSJ)
A to be inspired and rave together, of the Bacchae, D.S.4.3.
German (Pape)
[Seite 1014] mit od. zugleich begeistert sein, begeistert sprechen u. handeln, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνενθουσιάζω: ἐνθουσιῶ ὁμοῦ, μετέχω τοῦ ἐνθουσιασμοῦ, ἐπὶ τῶν Βακχῶν, Διόδ. 4. 3· ― οὕτω, συνενθουσιάω, Πολύβ. 38. 4, 7, Στράβ. 147, κτλ.· τινι, μετά τινος, Πλουτ. Κοριολ. 17· ἢ πρός τι πρᾶγμα, Λογγῖν. 13. 2.
Greek Monolingual
Α
(για τις Βάκχες) γίνομαι ένθους μαζί με κάποιον άλλο, καταλαμβάνομαι από θεϊκή έκσταση με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐνθουσιάζω «βρίσκομαι σε έκσταση, καταλαμβάνομαι από θεϊκή μανία»].