συνεπιφάσκω: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
(Bailly1_5) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />parler comme un autre, être du même avis.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιφάσκω]]. | |btext=<i>seul. prés.</i><br />parler comme un autre, être du même avis.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιφάσκω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />[[συναινώ]], [[συνομολογώ]], [[συμφωνώ]] για [[κάτι]] ή σε [[κάτι]] («τὸν κόλακα φωράσεις ἀεὶ συνεπιφάσκοντα και συναποφαινόμενον», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπιφάσκω]] «[[ισχυρίζομαι]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
English (LSJ)
A assent also, Plu.2.63c.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιφάσκω: ἐπιφάσκω ὁμοῦ, ἐπιβεβαιῶ ὅ,τι λέγει τις, λέγω ναὶ εἰς τοὺς λόγους αὐτοῦ, τὸν κόλακα φωράσας ἀεὶ συνεπιφάσκοντα Πλούτ. 2. 63C.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
parler comme un autre, être du même avis.
Étymologie: σύν, ἐπιφάσκω.
Greek Monolingual
Α
συναινώ, συνομολογώ, συμφωνώ για κάτι ή σε κάτι («τὸν κόλακα φωράσεις ἀεὶ συνεπιφάσκοντα και συναποφαινόμενον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιφάσκω «ισχυρίζομαι»].