συνεπεγείρω: Difference between revisions
From LSJ
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
(6_2) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεπεγείρω''': [[ἐπεγείρω]] ἀπὸ κοινοῦ [[ἐναντίον]] τινός, τοὺς λοιποὺς συνεπήγειρας Βασίλ. τ. 3, σ. 228Α· συνεπηγείροντο δ’ ἀῆται Χρησμ. Σιβ. 1, 220, Νικήτ., κλπ. | |lstext='''συνεπεγείρω''': [[ἐπεγείρω]] ἀπὸ κοινοῦ [[ἐναντίον]] τινός, τοὺς λοιποὺς συνεπήγειρας Βασίλ. τ. 3, σ. 228Α· συνεπηγείροντο δ’ ἀῆται Χρησμ. Σιβ. 1, 220, Νικήτ., κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ<br />[[διεγείρω]] από κοινού [[εναντίον]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπεγείρω]] «[[ξεσηκώνω]], [[διεγείρω]]»]. | |||
}} | }} |