σύγκοιτις: Difference between revisions

From LSJ

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύγκοιτις''': -ιδος, ἡ ἰδιότυπον θηλ. τοῦ ἑπομ., Γλωσσ.
|lstext='''σύγκοιτις''': -ιδος, ἡ ἰδιότυπον θηλ. τοῦ ἑπομ., Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=-οίτιδος, ἡ, Α<br />([[ανώμαλος]] τ. θηλ.) <b>βλ.</b> [[σύγκοιτος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-οίτιδος, ἡ, Α<br />([[ανώμαλος]] τ. θηλ.) <b>βλ.</b> [[σύγκοιτος]].
|mltxt=-οίτιδος, ἡ, Α<br />([[ανώμαλος]] τ. θηλ.) <b>βλ.</b> [[σύγκοιτος]].
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκοιτις Medium diacritics: σύγκοιτις Low diacritics: σύγκοιτις Capitals: ΣΥΓΚΟΙΤΙΣ
Transliteration A: sýnkoitis Transliteration B: synkoitis Transliteration C: sygkoitis Beta Code: su/gkoitis

English (LSJ)

ιδος, pecul. fem. of sq., Gloss.

German (Pape)

[Seite 968] ιδος, ἡ, bes. fem. zu συγκοιτος, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκοιτις: -ιδος, ἡ ἰδιότυπον θηλ. τοῦ ἑπομ., Γλωσσ.

Greek Monolingual

-οίτιδος, ἡ, Α
(ανώμαλος τ. θηλ.) βλ. σύγκοιτος.

Greek Monolingual

-οίτιδος, ἡ, Α
(ανώμαλος τ. θηλ.) βλ. σύγκοιτος.