συλλήπτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ορος (ὁ) :<br />qui aide <i>ou</i> protège, auxiliaire.<br />'''Étymologie:''' [[συλλαμβάνω]].
|btext=ορος (ὁ) :<br />qui aide <i>ou</i> protège, auxiliaire.<br />'''Étymologie:''' [[συλλαμβάνω]].
}}
{{grml
|mltxt=ό, θηλ. [[συλλήπτρια]], ΜΑ, θηλ. και [[συλλήπτειρα]], Μ<br />[[βοηθός]], [[αρωγός]] (α. «ἀγαθὴ [[συλλήπτρια]] τῶν ἐν [[εἰρήνη]] πόνων», <b>Ξεν.</b><br />β. «σὺ δ' ἡμῑν τοῡδε [[συλλήπτωρ]] γενοῡ», <b>Ευρ.</b><br />γ. «[[πατρόθεν]] δὲ [[συλλήπτωρ]] γένοιτ' ἄν [[ἀλάστωρ]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συλλαμβάνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> / -<i>τρια</i> / -<i>τειρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παραλήπ</i>-<i>τωρ</i>)].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ό, θηλ. [[συλλήπτρια]], ΜΑ, θηλ. και [[συλλήπτειρα]], Μ<br />[[βοηθός]], [[αρωγός]] (α. «ἀγαθὴ [[συλλήπτρια]] τῶν ἐν [[εἰρήνη]] πόνων», <b>Ξεν.</b><br />β. «σὺ δ' ἡμῑν τοῡδε [[συλλήπτωρ]] γενοῡ», <b>Ευρ.</b><br />γ. «[[πατρόθεν]] δὲ [[συλλήπτωρ]] γένοιτ' ἄν [[ἀλάστωρ]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συλλαμβάνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> / -<i>τρια</i> / -<i>τειρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παραλήπ</i>-<i>τωρ</i>)].
|mltxt=ό, θηλ. [[συλλήπτρια]], ΜΑ, θηλ. και [[συλλήπτειρα]], Μ<br />[[βοηθός]], [[αρωγός]] (α. «ἀγαθὴ [[συλλήπτρια]] τῶν ἐν [[εἰρήνη]] πόνων», <b>Ξεν.</b><br />β. «σὺ δ' ἡμῑν τοῡδε [[συλλήπτωρ]] γενοῡ», <b>Ευρ.</b><br />γ. «[[πατρόθεν]] δὲ [[συλλήπτωρ]] γένοιτ' ἄν [[ἀλάστωρ]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συλλαμβάνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> / -<i>τρια</i> / -<i>τειρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παραλήπ</i>-<i>τωρ</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλήπτωρ Medium diacritics: συλλήπτωρ Low diacritics: συλλήπτωρ Capitals: ΣΥΛΛΗΠΤΩΡ
Transliteration A: syllḗptōr Transliteration B: syllēptōr Transliteration C: sylliptor Beta Code: sullh/ptwr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A accomplice, assistant, A.Ag.1507; τινος in a thing, E.Or.1230, Antipho 3.3.10, X.Mem.2.2.12, Pl.Smp.218d, etc.

German (Pape)

[Seite 976] ορος, ὁ, = συλληπτήρ, Helfer; Aesch. Ag. 1488; πόνου, Eur. I. T. 95, vgl. Or. 1230; auch in Prosa: Plat. Phaed. 82 e Conv. 218 d; Antiph. 3 γ 10. Xen. Mem. 2, 2, 12.

Greek (Liddell-Scott)

συλλήπτωρ: -ορος, ὁ, βοηθός, συνεργός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1506· τινός, εἴς τι πρᾶγμα, Εὐρ. Ὀρ. 1229, Ἀντιφῶν 123. 35, Πλάτ. Συμπ. 218D, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui aide ou protège, auxiliaire.
Étymologie: συλλαμβάνω.

Greek Monolingual

ό, θηλ. συλλήπτρια, ΜΑ, θηλ. και συλλήπτειρα, Μ
βοηθός, αρωγός (α. «ἀγαθὴ συλλήπτρια τῶν ἐν εἰρήνη πόνων», Ξεν.
β. «σὺ δ' ἡμῑν τοῡδε συλλήπτωρ γενοῡ», Ευρ.
γ. «πατρόθεν δὲ συλλήπτωρ γένοιτ' ἄν ἀλάστωρ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαμβάνω + επίθημα -τωρ / -τρια / -τειρα (πρβλ. παραλήπ-τωρ)].

Greek Monolingual

ό, θηλ. συλλήπτρια, ΜΑ, θηλ. και συλλήπτειρα, Μ
βοηθός, αρωγός (α. «ἀγαθὴ συλλήπτρια τῶν ἐν εἰρήνη πόνων», Ξεν.
β. «σὺ δ' ἡμῑν τοῡδε συλλήπτωρ γενοῡ», Ευρ.
γ. «πατρόθεν δὲ συλλήπτωρ γένοιτ' ἄν ἀλάστωρ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαμβάνω + επίθημα -τωρ / -τρια / -τειρα (πρβλ. παραλήπ-τωρ)].