συλλύω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> délier l’ancre en même temps qu’un autre ; naviguer de conserve;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> dénouer ensemble une querelle ; se réconcilier.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[λύω]].
|btext=<b>1</b> délier l’ancre en même temps qu’un autre ; naviguer de conserve;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> dénouer ensemble une querelle ; se réconcilier.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[λύω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[λύ</i>(<i>ν</i>)<i>ω]]<br /><b>1.</b> [[λύνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον ή άλλους («ξύλλυε μητρὸς δεσμὸν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαλύω]] δυσκολίες, [[βοηθώ]] στην [[επίλυση]] προβλημάτων<br /><b>3.</b> [[συνδιαλλάσσω]], [[συμβιβάζω]], [[συμφιλιώνω]]<br /><b>4.</b> [[συνοικώ]], [[διαμένω]] [[κάτω]] από την [[ίδια]] [[στέγη]] με άλλον<br /><b>5.</b> (το μέσ.) <i>συλλύομαι</i><br />α) [[βοηθώ]] να λυτρωθεί [[κάποιος]], [[λυτρώνω]] κάποιον<br />β) συμβιβάζομαι, συμφιλιώνομαι.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[λύ</i>(<i>ν</i>)<i>ω]]<br /><b>1.</b> [[λύνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον ή άλλους («ξύλλυε μητρὸς δεσμὸν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαλύω]] δυσκολίες, [[βοηθώ]] στην [[επίλυση]] προβλημάτων<br /><b>3.</b> [[συνδιαλλάσσω]], [[συμβιβάζω]], [[συμφιλιώνω]]<br /><b>4.</b> [[συνοικώ]], [[διαμένω]] [[κάτω]] από την [[ίδια]] [[στέγη]] με άλλον<br /><b>5.</b> (το μέσ.) <i>συλλύομαι</i><br />α) [[βοηθώ]] να λυτρωθεί [[κάποιος]], [[λυτρώνω]] κάποιον<br />β) συμβιβάζομαι, συμφιλιώνομαι.
|mltxt=Α [[λύ</i>(<i>ν</i>)<i>ω]]<br /><b>1.</b> [[λύνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον ή άλλους («ξύλλυε μητρὸς δεσμὸν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαλύω]] δυσκολίες, [[βοηθώ]] στην [[επίλυση]] προβλημάτων<br /><b>3.</b> [[συνδιαλλάσσω]], [[συμβιβάζω]], [[συμφιλιώνω]]<br /><b>4.</b> [[συνοικώ]], [[διαμένω]] [[κάτω]] από την [[ίδια]] [[στέγη]] με άλλον<br /><b>5.</b> (το μέσ.) <i>συλλύομαι</i><br />α) [[βοηθώ]] να λυτρωθεί [[κάποιος]], [[λυτρώνω]] κάποιον<br />β) συμβιβάζομαι, συμφιλιώνομαι.
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλύω Medium diacritics: συλλύω Low diacritics: συλλύω Capitals: ΣΥΛΛΥΩ
Transliteration A: syllýō Transliteration B: syllyō Transliteration C: syllyo Beta Code: sullu/w

English (LSJ)

   A help in loosing, ξύλλυε μητρὸς δεσμόν E.Andr.723:— Med., τῷ Πριάμῳ συλλυσόμενοι τὸν παῖδ' assist him in redeeming . ., Ar.Fr.678.    II solve difficulties, settle, put an end to, τὰ νείκη, τὸν πόλεμον, D.S.3.64, 29.22; σ. τινάς reconcile them, IG7.21.8 (Megara, ii B.C.), cf. SIG599.13 (Priene, ii B.C.), Klio 18.281 (Delph., ii B.C.), Phld.Rh.1.268 S.; and so prob. S.Aj.1317, εἰ μὴ ξυνάψων, ἀλλὰ συλλύσων πάρει not to stir conflict, but to reconcile:— Med. and Pass., come to a settlement, πρός τινα D.S.12.4; τισι LXX 1 Ma.13.47; ἐπὶ πᾶσι τοῖς δικαίοις ib.2 Ma.11.14.    III in A.Ch. 294, δέχεσθαι δ' οὔτε συλλύειν τινά, Sch. expl. συλλύειν by συγκλύειν (leg. συγκαταλύειν) , συνοικεῖν, rest under the same roof.

German (Pape)

[Seite 976] aus einander lösen, bes. Feinde aus einander bringen, aussöhnen, εἰ μὴ ξυνάψων, ἀλλὰ συλλύσων πάρει, Soph. Ai. 1296; und so ist auch wohl Aesch. Ch. 292 zu nehmen. – Med. συλλύεσθαι πρός τινα, sich mit Einem aussöhnen, mit ihm Frieden machen; D. Sic. 18, 21, l. d.; LXX,

Greek (Liddell-Scott)

συλλύω: μέλλ. -ύσω, βοηθῶ εἰς τὴν λύσιν, λύω ὁμοῦ, ξύλλυε δεσμὰ μητρὸς Εὐρ. Ἀνδρ. 723. ― Μέσ., τῷ Πριάμῳ συλλυσόμενοι τὸν παῖδ’, λυτρωσόμενοι ὁμοῦ, Ἀριστοφ. παρ’ Ἀθην. 21F. ΙΙ. λύω δυσκολίας, καθησυχάζω, θέτω τέρμα εἴς τι, τὰ νείκη, τὸν πόλεμον Διόδ. 3. 63, Ἐκλογ. 623, 23· σ. τινάς, νὰ συνδιαλλάξωσιν αὐτούς, Ἐπιγραφ. Μεγαρ. IV. h. 8 Keil. καὶ οὕτω πιθ. ἐν Σοφ. Αἴ. 1317, εἰ μὴ ξυνάψων, ἀλλὰ συλλύσων πάρει, ἐὰν ἦλθες ἐδῶ οὐχὶ νὰ φέρῃς ταραχήν, ἀλλὰ νὰ συνδιαλλάξῃς (ἢ δύναται νὰ ληφθῇ ἐπὶ τῆς σημασ. Ι, οὐχὶ διὰ νὰ δέσῃς, ἀλλὰ διὰ νὰ βοηθήσῃς εἰς τὴν λύσιν τοῦ κόμβου, πρβλ. Ἀντιγ. 40, Εὐρ. Ἱππ. 671). ― Μέσ. καὶ παθ., ἔρχομαι εἰς συμβιβασμόν, πρός τινα Διόδ. 12. 4· ἐπὶ πᾶσι τοῖς δικαίοις Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. ΙΑ΄, 14). ΙΙΙ. παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Χο. 294, δέχεσθαι δ’ οὔτε συλλύειν τινά, ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει τὸ συλλύειν διὰ τοῦ συγκαταλύειν, συνοικεῖν, καταλύειν ὑπὸ τὴν αὐτὴν στέγην.

French (Bailly abrégé)

1 délier l’ancre en même temps qu’un autre ; naviguer de conserve;
2 fig. dénouer ensemble une querelle ; se réconcilier.
Étymologie: σύν, λύω.

Greek Monolingual

Α [[λύ(ν)ω]]
1. λύνω κάτι μαζί με άλλον ή άλλους («ξύλλυε μητρὸς δεσμὸν», Ευρ.)
2. διαλύω δυσκολίες, βοηθώ στην επίλυση προβλημάτων
3. συνδιαλλάσσω, συμβιβάζω, συμφιλιώνω
4. συνοικώ, διαμένω κάτω από την ίδια στέγη με άλλον
5. (το μέσ.) συλλύομαι
α) βοηθώ να λυτρωθεί κάποιος, λυτρώνω κάποιον
β) συμβιβάζομαι, συμφιλιώνομαι.

Greek Monolingual

Α [[λύ(ν)ω]]
1. λύνω κάτι μαζί με άλλον ή άλλους («ξύλλυε μητρὸς δεσμὸν», Ευρ.)
2. διαλύω δυσκολίες, βοηθώ στην επίλυση προβλημάτων
3. συνδιαλλάσσω, συμβιβάζω, συμφιλιώνω
4. συνοικώ, διαμένω κάτω από την ίδια στέγη με άλλον
5. (το μέσ.) συλλύομαι
α) βοηθώ να λυτρωθεί κάποιος, λυτρώνω κάποιον
β) συμβιβάζομαι, συμφιλιώνομαι.