νείκη
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
ἡ, = νεῖκος, ν. ἀμφὶ Μολιονιδᾶν Epigr. ap. Paus.5.2.5: personified, = Ἔρις, v.l. for Νίκης in Timo 21; prob. in A.Ag.1378, E.Or.1679, Poet. ap. D.Chr. 32.82, cf. EM276.3.
German (Pape)
[Seite 236] ἱ, = νεῖκος, Aesch. Ag. 1351.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
c. νεῖκος.
Russian (Dvoretsky)
νείκη: ἡ Aesch. = νεῖκος.
Greek (Liddell-Scott)
νείκη: ἡ, = νεῖκος· ν. ἀμφὶ Μολιονιδᾶν Ἐπιγρ. παρὰ Παυσ. 5. 2, 5· καὶ οὕτω προσωπ., = Ἔρις, Τιμων 2· μνημονεύεται καὶ παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολόγῳ 276. 3: - ἐντεῦθεν καὶ ἐπηνωρθώθη ἀντὶ νίκης, ὑπὸ τοῦ Heath ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1378· καὶ ὑπὸ τοῦ Ἑρμάννου ἐν Εὐμ. 903.
Greek Monolingual
νείκη, ἡ (Α)
1. φιλονικία, έριδα
2. ως κύριο όν. ἡ Νείκη
η θεά της φιλονικίας, η Έρις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η ύπαρξη της λ. νείκη είναι αμφίβολη].
Greek Monotonic
νείκη: ἡ, = νεῖκος, σε Αισχύλ.