συκώδης: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(39) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῡκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[σῦκον]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 9, 40, 5· ἐπαναστάσεις σ., ἐπὶ σαρκωδῶν ἐκφυμάτων, Ὀρειβάσ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 176. 3, πρβλ. [[σῦκον]] ΙΙ. ΙΙ. [[συκοφαντικός]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 873. | |lstext='''σῡκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[σῦκον]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 9, 40, 5· ἐπαναστάσεις σ., ἐπὶ σαρκωδῶν ἐκφυμάτων, Ὀρειβάσ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 176. 3, πρβλ. [[σῦκον]] ΙΙ. ΙΙ. [[συκοφαντικός]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 873. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες / [[συκώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[σῡκον]]<br />όμοιος με [[σύκο]] ή με μια [[ιδιότητα]] του σύκου, [[συκοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο όμοιος με σαρκώδη εκφύματα («ἰόνθους καὶ τὰς ἐν τῷ γενείῳ συκώδεις ἐπαναστάσεις», Ορειβ.)<br /><b>2.</b> [[συκοφαντικός]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες / [[συκώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[σῡκον]]<br />όμοιος με [[σύκο]] ή με μια [[ιδιότητα]] του σύκου, [[συκοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο όμοιος με σαρκώδη εκφύματα («ἰόνθους καὶ τὰς ἐν τῷ γενείῳ συκώδεις ἐπαναστάσεις», Ορειβ.)<br /><b>2.</b> [[συκοφαντικός]]. | |mltxt=-ες / [[συκώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[σῡκον]]<br />όμοιος με [[σύκο]] ή με μια [[ιδιότητα]] του σύκου, [[συκοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο όμοιος με σαρκώδη εκφύματα («ἰόνθους καὶ τὰς ἐν τῷ γενείῳ συκώδεις ἐπαναστάσεις», Ορειβ.)<br /><b>2.</b> [[συκοφαντικός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A fig-like, γλυκύτης Arist.HA623b24; ὄγκος Gal.12.822; ἐπαναστάσεις σ., of warts or piles, Orib.Syn.8.37 tit., cf. Dsc.1.128.5; cf. σῦκον 11. II = συκοφαντώδης, Sch.Ar.Pl.874, EM733.56.
German (Pape)
[Seite 974] ες, feigenartig; z. B. γλυκύτης, Arist. H. A. 9, 40; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς σῦκον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 9, 40, 5· ἐπαναστάσεις σ., ἐπὶ σαρκωδῶν ἐκφυμάτων, Ὀρειβάσ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 176. 3, πρβλ. σῦκον ΙΙ. ΙΙ. συκοφαντικός, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 873.
Greek Monolingual
-ες / συκώδης, -ῶδες, ΝΑ σῡκον
όμοιος με σύκο ή με μια ιδιότητα του σύκου, συκοειδής
αρχ.
1. ο όμοιος με σαρκώδη εκφύματα («ἰόνθους καὶ τὰς ἐν τῷ γενείῳ συκώδεις ἐπαναστάσεις», Ορειβ.)
2. συκοφαντικός.
Greek Monolingual
-ες / συκώδης, -ῶδες, ΝΑ σῡκον
όμοιος με σύκο ή με μια ιδιότητα του σύκου, συκοειδής
αρχ.
1. ο όμοιος με σαρκώδη εκφύματα («ἰόνθους καὶ τὰς ἐν τῷ γενείῳ συκώδεις ἐπαναστάσεις», Ορειβ.)
2. συκοφαντικός.