συμπερασμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπερασμός''': ὁ, = [[συμπέρασμα]], Ἀρτεμίδ. 3. 58.
|lstext='''συμπερασμός''': ὁ, = [[συμπέρασμα]], Ἀρτεμίδ. 3. 58.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[συμπεραίνω]]<br />[[συμπέρασμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κατά]] συμπερασμό» — [[κατά]] υποκειμενική [[κρίση]], [[κατά]] [[εικασία]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[συμπεραίνω]]<br />[[συμπέρασμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κατά]] συμπερασμό» — [[κατά]] υποκειμενική [[κρίση]], [[κατά]] [[εικασία]].
|mltxt=ο, ΝΑ [[συμπεραίνω]]<br />[[συμπέρασμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κατά]] συμπερασμό» — [[κατά]] υποκειμενική [[κρίση]], [[κατά]] [[εικασία]].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπερασμός Medium diacritics: συμπερασμός Low diacritics: συμπερασμός Capitals: ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΟΣ
Transliteration A: symperasmós Transliteration B: symperasmos Transliteration C: symperasmos Beta Code: sumperasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A f.l. for συμπέρασμα, Artem. 3.58.

German (Pape)

[Seite 986] ὁ, = συμπέρασμα, Artemid. 3, 58.

Greek (Liddell-Scott)

συμπερασμός: ὁ, = συμπέρασμα, Ἀρτεμίδ. 3. 58.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ συμπεραίνω
συμπέρασμα
νεοελλ.
φρ. «κατά συμπερασμό» — κατά υποκειμενική κρίση, κατά εικασία.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ συμπεραίνω
συμπέρασμα
νεοελλ.
φρ. «κατά συμπερασμό» — κατά υποκειμενική κρίση, κατά εικασία.