συμφθέγγομαι: Difference between revisions

From LSJ

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=parler <i>ou</i> résonner d’accord, être d’accord avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[φθέγγομαι]].
|btext=parler <i>ou</i> résonner d’accord, être d’accord avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[φθέγγομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> ηχώ σε [[συμφωνία]] με άλλον («ἡ [[λύρα]] συμφθέγγεται τῷ χρωμένῳ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνδιαλέγομαι]], [[συναναστρέφομαι]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[συμφωνώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φθέγγομαι]] «[[λέγω]], ηχώ»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> ηχώ σε [[συμφωνία]] με άλλον («ἡ [[λύρα]] συμφθέγγεται τῷ χρωμένῳ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνδιαλέγομαι]], [[συναναστρέφομαι]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[συμφωνώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φθέγγομαι]] «[[λέγω]], ηχώ»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> ηχώ σε [[συμφωνία]] με άλλον («ἡ [[λύρα]] συμφθέγγεται τῷ χρωμένῳ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνδιαλέγομαι]], [[συναναστρέφομαι]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[συμφωνώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φθέγγομαι]] «[[λέγω]], ηχώ»].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφθέγγομαι Medium diacritics: συμφθέγγομαι Low diacritics: συμφθέγγομαι Capitals: ΣΥΜΦΘΕΓΓΟΜΑΙ
Transliteration A: symphthéngomai Transliteration B: symphthengomai Transliteration C: symftheggomai Beta Code: sumfqe/ggomai

English (LSJ)

   A sound with, ἡ λύρα τῷ Χρωμένῳ σ. Plu.Alc.2, etc.; ἐμοὶ ὁ νόμος συμφθέγγεται Chor.p.55 B.: abs., D.C.74.3, restored for -φθειρ- in D.Chr.78.20.    II converse with, Plu.2.580d.

German (Pape)

[Seite 991] mittönen, ἡ λύρα συμφθέγγεται τῷ χρωμένῳ, Plut. Alc. 2; übertr., übereinstimmen, zustimmen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμφθέγγομαι: ἀποθετ., ἠχῶ μετά τινος ἐν συμφωνίᾳ, ἀποτελῶ συμφωνίαν, τὴν λύραν τῷ χρωμένῳ συμφθέγγεσθαι καὶ συνᾴδειν Πλάτ. Ἀλκιβ. 2, κτλ.· τῶν κύκνων ἐπιβοώντων καὶ συμφθεγγομένων Δίων Κ. 74. 3.

French (Bailly abrégé)

parler ou résonner d’accord, être d’accord avec, τινι.
Étymologie: σύν, φθέγγομαι.

Greek Monolingual

Α
1. ηχώ σε συμφωνία με άλλον («ἡ λύρα συμφθέγγεται τῷ χρωμένῳ», Πλούτ.)
2. συνδιαλέγομαι, συναναστρέφομαι
3. μτφ. συμφωνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φθέγγομαι «λέγω, ηχώ»].

Greek Monolingual

Α
1. ηχώ σε συμφωνία με άλλον («ἡ λύρα συμφθέγγεται τῷ χρωμένῳ», Πλούτ.)
2. συνδιαλέγομαι, συναναστρέφομαι
3. μτφ. συμφωνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φθέγγομαι «λέγω, ηχώ»].