συμπαρέπομαι: Difference between revisions

From LSJ
Menander, Sententiae, 456
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=accompagner, escorter.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρέπομαι]].
|btext=accompagner, escorter.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρέπομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[παρέπομαι]]<br />[[ακολουθώ]] συγχρόνως.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[παρέπομαι]]<br />[[ακολουθώ]] συγχρόνως.
|mltxt=Α [[παρέπομαι]]<br />[[ακολουθώ]] συγχρόνως.
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρέπομαι Medium diacritics: συμπαρέπομαι Low diacritics: συμπαρέπομαι Capitals: ΣΥΜΠΑΡΕΠΟΜΑΙ
Transliteration A: symparépomai Transliteration B: symparepomai Transliteration C: symparepomai Beta Code: sumpare/pomai

English (LSJ)

   A go along with, accompany, X.Cyr.7.1.8, Eq.11.12: metaph., ὅλῃ τῇ ἡμέρῃ Hp. Epid.5.89; τιμαὶ . . ἑκάστοις -είποντο X.Cyr.2.1.23, cf. Hier.8.5, Phld. Oec.p.53J.; ὅσοις σ. τις Χάρις Pl.Lg.667b; αἱ -όμεναι ὀσμαί Arist.Pr. 907a1.

German (Pape)

[Seite 985] (s. ἕπομαι), dep. med., mit daneben gehen, folgen; ὅσοις συμπαρέπεταί τις χάρις, Plat. Legg. II, 667 b, hinzukommen; von Belohnungen, Xen. Cyr. 2, 1, 23 u. Sp., wie D. Cass. 61, 3.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρέπομαι: παρέπομαι ὁμοῦ, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 1, 8, κτλ.· μεταφορ., ἔπειτα δὲ καὶ ἄλλαι τιμαὶ συμπαρείποντο αὐτόθι 2. 1, 23, Ἱέρ. 8. 5· ὅσοις σ. τις χάρις Πλάτ. Νόμ. 667Ε· αἱ σ. ὀσμαὶ Ἀριστ. Προβλ. 12. 4.

French (Bailly abrégé)

accompagner, escorter.
Étymologie: σύν, παρέπομαι.

Greek Monolingual

Α παρέπομαι
ακολουθώ συγχρόνως.

Greek Monolingual

Α παρέπομαι
ακολουθώ συγχρόνως.