συναγελάζομαι: Difference between revisions
(39) |
(39) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνᾰγελάζομαι''': [[ἀγελάζομαι]] [[ὁμοῦ]], πορεύομαι [[ὁμοῦ]] ἐν ἀγέλῃ, ἐπὶ συναγελαστικῶν ἰχθύων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 2, 1, Ἀποσπ. 291, 297, 318· μετ’ [[ἀλλήλων]] ὁ αὐτ. π. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. ἔνθ’ ἀνωτ.· σ. εἰς τὸ ὁμόφυλον, ἐπὶ ἀνθρώπων, Πολύβ. 6. 5, 7· [[ὡσαύτως]], συν. τοῖς ἄρρεσι, ἐπὶ χοίρων θηλέων, Πλούτ. 2. 917D· ― μεταφορ., ἡ [[διάνοια]] συναγελάζεται τοῖς ψέγουσιν, λαμβάνει [[μέρος]] [[μετὰ]] τῶν..., [[αὐτόθι]] 40Α. | |lstext='''συνᾰγελάζομαι''': [[ἀγελάζομαι]] [[ὁμοῦ]], πορεύομαι [[ὁμοῦ]] ἐν ἀγέλῃ, ἐπὶ συναγελαστικῶν ἰχθύων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 2, 1, Ἀποσπ. 291, 297, 318· μετ’ [[ἀλλήλων]] ὁ αὐτ. π. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. ἔνθ’ ἀνωτ.· σ. εἰς τὸ ὁμόφυλον, ἐπὶ ἀνθρώπων, Πολύβ. 6. 5, 7· [[ὡσαύτως]], συν. τοῖς ἄρρεσι, ἐπὶ χοίρων θηλέων, Πλούτ. 2. 917D· ― μεταφορ., ἡ [[διάνοια]] συναγελάζεται τοῖς ψέγουσιν, λαμβάνει [[μέρος]] [[μετὰ]] τῶν..., [[αὐτόθι]] 40Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ, και ενεργ<br />[[συναγελάζω]] Α<br />ζω σε [[αγέλη]], [[αποτελώ]] [[μέλος]] αγέλης («τῶν ἰχθύων οἱ μὲν συναγελάζονται μετ' [[ἀλλήλων]] καὶ φίλοι εἰσίν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(με υποτιμητ. σημ.) [[συγχρωτίζομαι]] με ανθρώπους κατώτερου επιπέδου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[συναναστρέφομαι]], [[συνδιαιτώμαι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συμφωνώ]] με κάποιον («τὴν διάνοιαν τοὺς μὲν ἐπαινοῡντας φεύγουσαν, προστρέχουσαν δὲ καὶ συναγελαζομένην τοῑς ψέγουσι τὰ εἰρημένα», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀγελάζω</i>, -<i>ομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αγέλη]])]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, και ενεργ<br />[[συναγελάζω]] Α<br />ζω σε [[αγέλη]], [[αποτελώ]] [[μέλος]] αγέλης («τῶν ἰχθύων οἱ μὲν συναγελάζονται μετ' [[ἀλλήλων]] καὶ φίλοι εἰσίν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(με υποτιμητ. σημ.) [[συγχρωτίζομαι]] με ανθρώπους κατώτερου επιπέδου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[συναναστρέφομαι]], [[συνδιαιτώμαι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συμφωνώ]] με κάποιον («τὴν διάνοιαν τοὺς μὲν ἐπαινοῡντας φεύγουσαν, προστρέχουσαν δὲ καὶ συναγελαζομένην τοῑς ψέγουσι τὰ εἰρημένα», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀγελάζω</i>, -<i>ομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αγέλη]])]. | |mltxt=ΝΜΑ, και ενεργ<br />[[συναγελάζω]] Α<br />ζω σε [[αγέλη]], [[αποτελώ]] [[μέλος]] αγέλης («τῶν ἰχθύων οἱ μὲν συναγελάζονται μετ' [[ἀλλήλων]] καὶ φίλοι εἰσίν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(με υποτιμητ. σημ.) [[συγχρωτίζομαι]] με ανθρώπους κατώτερου επιπέδου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[συναναστρέφομαι]], [[συνδιαιτώμαι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συμφωνώ]] με κάποιον («τὴν διάνοιαν τοὺς μὲν ἐπαινοῡντας φεύγουσαν, προστρέχουσαν δὲ καὶ συναγελαζομένην τοῑς ψέγουσι τὰ εἰρημένα», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀγελάζω</i>, -<i>ομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αγέλη]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:37, 29 September 2017
English (LSJ)
Pass.,
A herd together, Democr.164; of gregarious fish, μετ' ἀλλήλων Arist.HA610b1, cf. Frr.308,316,339; σ. εἰς τὸ ὁμόφυλον, of men, Plb.6.5.7, cf. Plu.Cam.10; σ. τοῖς ἄρρεσι, of sows, Id.2.917c: metaph., ἡ διάνοια σ. τοῖς ψέγουσι takes part with . ., ib. 40a.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰγελάζομαι: ἀγελάζομαι ὁμοῦ, πορεύομαι ὁμοῦ ἐν ἀγέλῃ, ἐπὶ συναγελαστικῶν ἰχθύων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 2, 1, Ἀποσπ. 291, 297, 318· μετ’ ἀλλήλων ὁ αὐτ. π. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. ἔνθ’ ἀνωτ.· σ. εἰς τὸ ὁμόφυλον, ἐπὶ ἀνθρώπων, Πολύβ. 6. 5, 7· ὡσαύτως, συν. τοῖς ἄρρεσι, ἐπὶ χοίρων θηλέων, Πλούτ. 2. 917D· ― μεταφορ., ἡ διάνοια συναγελάζεται τοῖς ψέγουσιν, λαμβάνει μέρος μετὰ τῶν..., αὐτόθι 40Α.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και ενεργ
συναγελάζω Α
ζω σε αγέλη, αποτελώ μέλος αγέλης («τῶν ἰχθύων οἱ μὲν συναγελάζονται μετ' ἀλλήλων καὶ φίλοι εἰσίν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(με υποτιμητ. σημ.) συγχρωτίζομαι με ανθρώπους κατώτερου επιπέδου
αρχ.
1. (για πρόσ.) συναναστρέφομαι, συνδιαιτώμαι
2. μτφ. συμφωνώ με κάποιον («τὴν διάνοιαν τοὺς μὲν ἐπαινοῡντας φεύγουσαν, προστρέχουσαν δὲ καὶ συναγελαζομένην τοῑς ψέγουσι τὰ εἰρημένα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀγελάζω, -ομαι (< αγέλη)].
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και ενεργ
συναγελάζω Α
ζω σε αγέλη, αποτελώ μέλος αγέλης («τῶν ἰχθύων οἱ μὲν συναγελάζονται μετ' ἀλλήλων καὶ φίλοι εἰσίν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(με υποτιμητ. σημ.) συγχρωτίζομαι με ανθρώπους κατώτερου επιπέδου
αρχ.
1. (για πρόσ.) συναναστρέφομαι, συνδιαιτώμαι
2. μτφ. συμφωνώ με κάποιον («τὴν διάνοιαν τοὺς μὲν ἐπαινοῡντας φεύγουσαν, προστρέχουσαν δὲ καὶ συναγελαζομένην τοῑς ψέγουσι τὰ εἰρημένα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀγελάζω, -ομαι (< αγέλη)].