σύμπληξις: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness

Source
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />choc, conflit.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πλήσσω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />choc, conflit.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πλήσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ήξεως, ἡ, Α [[πλῆξις]]<br /><b>1.</b> [[σύγκρουση]]<br /><b>2.</b> [[συμφωνία]], [[σύμπραξη]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ήξεως, ἡ, Α [[πλῆξις]]<br /><b>1.</b> [[σύγκρουση]]<br /><b>2.</b> [[συμφωνία]], [[σύμπραξη]].
|mltxt=-ήξεως, ἡ, Α [[πλῆξις]]<br /><b>1.</b> [[σύγκρουση]]<br /><b>2.</b> [[συμφωνία]], [[σύμπραξη]].
}}
}}

Revision as of 12:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπληξις Medium diacritics: σύμπληξις Low diacritics: σύμπληξις Capitals: ΣΥΜΠΛΗΞΙΣ
Transliteration A: sýmplēxis Transliteration B: symplēxis Transliteration C: sympliksis Beta Code: su/mplhcis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A collision, Demetr.Eloc.207; concurrence, τῶν δύο [ὀνομάτων] ib.105.

German (Pape)

[Seite 988] ἡ, das Zusammenschlagen, -stoßen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σύμπληξις: ἡ σύγκρουσις, φευκτέον τὰς τῶν μακρῶν στοιχείων συμπλήξεις Δημ. Φαληρ. § 207, 299· πρβλ. συμπίλησις.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
choc, conflit.
Étymologie: σύν, πλήσσω.

Greek Monolingual

-ήξεως, ἡ, Α πλῆξις
1. σύγκρουση
2. συμφωνία, σύμπραξη.

Greek Monolingual

-ήξεως, ἡ, Α πλῆξις
1. σύγκρουση
2. συμφωνία, σύμπραξη.