συνανακλίνομαι: Difference between revisions
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
(39) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνανακλίνομαι''': [ῑ], παθ., [[πλαγιάζω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἰδίως ἐπὶ τῆς κλίνης ἢ παρὰ τὴν τράπεζαν, τινι Κλήμ. Ἀλ. 271· μετά τίνος Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄν. 3. | |lstext='''συνανακλίνομαι''': [ῑ], παθ., [[πλαγιάζω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἰδίως ἐπὶ τῆς κλίνης ἢ παρὰ τὴν τράπεζαν, τινι Κλήμ. Ἀλ. 271· μετά τίνος Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄν. 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ<br />[[ξαπλώνω]] στο [[κρεβάτι]] ή [[δίπλα]] στο [[τραπέζι]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ενεργ.</b> <i>συνανακλίνω</i><br />[[βάζω]] κάποιον να ξαπλώσει [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀνακλίνομαι</i> «[[είμαι]] ξαπλωμένος»]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />[[ξαπλώνω]] στο [[κρεβάτι]] ή [[δίπλα]] στο [[τραπέζι]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ενεργ.</b> <i>συνανακλίνω</i><br />[[βάζω]] κάποιον να ξαπλώσει [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀνακλίνομαι</i> «[[είμαι]] ξαπλωμένος»]. | |mltxt=ΜΑ<br />[[ξαπλώνω]] στο [[κρεβάτι]] ή [[δίπλα]] στο [[τραπέζι]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ενεργ.</b> <i>συνανακλίνω</i><br />[[βάζω]] κάποιον να ξαπλώσει [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀνακλίνομαι</i> «[[είμαι]] ξαπλωμένος»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:37, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], Pass.,
A lie down along with, esp. in bed or at table, μετά τινος Luc. Asin.3; = concubo, Gloss.
German (Pape)
[Seite 999] pass., sich mit oder zugleich legen, besonders zu Tische; Luc. asin. 3; Eumath. 1 p. 16.
Greek (Liddell-Scott)
συνανακλίνομαι: [ῑ], παθ., πλαγιάζω ὁμοῦ μετά τινος, ἰδίως ἐπὶ τῆς κλίνης ἢ παρὰ τὴν τράπεζαν, τινι Κλήμ. Ἀλ. 271· μετά τίνος Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄν. 3.
Greek Monolingual
ΜΑ
ξαπλώνω στο κρεβάτι ή δίπλα στο τραπέζι μαζί με άλλον
αρχ.
ενεργ. συνανακλίνω
βάζω κάποιον να ξαπλώσει μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνακλίνομαι «είμαι ξαπλωμένος»].
Greek Monolingual
ΜΑ
ξαπλώνω στο κρεβάτι ή δίπλα στο τραπέζι μαζί με άλλον
αρχ.
ενεργ. συνανακλίνω
βάζω κάποιον να ξαπλώσει μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνακλίνομαι «είμαι ξαπλωμένος»].